Η ιστορία της ωρολογοποιίας από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας είναι εξαιρετικά γοητευτική, όσο γοητευτική είναι η πάλη του ανθρώπου να υπολογίσει με ακρίβεια και να δαμάσει τον χρόνο. Η μέτρηση με τη σκιά των οβελίσκων των αρχαίων Αιγυπτίων, ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, η κλεψύδρα νερού, τα λογής-λογής ηλιακά ρολόγια των αρχαίων Ελλήνων και της ελληνιστικής περιόδου, τα υδραυλικά ρολόγια του Αρχιμήδη, ένα σύστημα με καμπάνες των Ρωμαίων, τα διάφορα είδη αστρολάβων και ο εξάντας της βιομηχανικής επανάστασης, ο ναυτικός χρονομέτρης του 1700, ήταν στιγμές αυτής της αιώνιας ανθρώπινης μάχης.
Πολύ ενδιαφέρουσα όμως είναι και η ιστορία της σμίκρυνσης του ρολογιού, η πορεία του δηλαδή από τα μεγάλα μεγέθη των ρολογιών τοίχων και δαπέδων, στο ατομικό που ξέρουμε σήμερα. Το ατομικό ρολόι εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα, δεν ήταν όμως χειρός. Ήταν μεγάλο, άσχημο, δύσχρηστο και είτε το κρεμούσαν στον λαιμό, είτε το έδεναν μ’ ένα λουρί στη ζώνη τους. Στην αρχή θεωρήθηκε αξεσουάρ περιττό και υπερβολικό, παρά το γεγονός ότι σχετικά γρήγορα έδεσαν πάνω του διάφορα πολύτιμα στολίδια για να έχει και την εικόνα κοσμήματος.
Μεγάλη σημασία στην εξάπλωση και τελειοποίηση του ατομικού ρολογιού εξ’ άλλου, έπαιξαν και διάφοροι γεωγραφικοί, κοινωνικοί και τεχνολογικοί παράγοντες, τόσο για τους κατασκευαστές όσο και για τους πελάτες. Τις πρώτες δεκαετίες, καταναλωτές ήταν μέλη των βασιλικών αυλών και της αριστοκρατίας της Ευρώπης, που διέθεταν χρήματα για επιδείξεις με είδη πολυτελείας. Αργότερα, η εξάπλωση των τρένων στην Ευρώπη και την Αμερική δημιούργησε σε ευρύτερες μάζες ανθρώπων την ανάγκη να υπολογίζουν με ακρίβεια τον χρόνο για να προλαβαίνουν τα δρομολόγια. Μεγάλη επίδραση στην εξάπλωση του ατομικού ρολογιού στην Αμερική είχε και ο μεγάλος Αμερικανικός εμφύλιος βορείων νοτίων.
Στην πραγματικότητα, η σμίκρυνση του ρολογιού στο μέγεθος προσαρμογής του στον καρπό, κράτησε σχεδόν δύο αιώνες. Οι Βρετανοί ανέπτυξαν την ωρολογοποιία, διότι υπήρχε αδήριτη ανάγκη χρονικού συντονισμού του πελώριου εμπορικού και πολεμικού στόλου τους. Οι Ελβετοί έγιναν πρωτοπόροι διότι ήταν αναγκασμένοι να μένουν μεγάλο μέρος του χρόνου μέσα στα σπίτια τους, καθώς τα χιονισμένα κακοτράχαλα βουνά τους δεν ευνοούσαν ούτε τη γεωργία, ούτε την κτηνοτροφία. Ανέπτυξαν οικογενειακές επιχειρήσεις, κλειστές για τον έξω κόσμο, με μεταφορά των μυστικών της τέχνης από γενιά σε γενιά.
Ένας άλλος ευνοϊκός για τους Ελβετούς παράγοντας, ήταν η θέση της χώρας τους στο κέντρο της Ευρώπης. Σε μια περίοδο μεγάλων κρατικών περιορισμών στις εισαγωγές προϊόντων από ξένες χώρες για να προστατεύεται η ντόπια βιομηχανία, το μικρό μέγεθος του ατομικού ρολογιού το έκανε ιδανικό για λαθρεμπόριο. Οι Ελβετοί περνούσαν λάθρα τα δυσπρόσιτα βουνά τους και έβγαιναν κατ’ ευθείαν στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές της Ευρώπης. Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, όπου πουλούσαν δίχως δασμούς και φόρους.
Οι τεχνολογικές καινοτομίες ήταν επίσης σημαντικός παράγων εξάπλωσης του ατομικού ρολογιού. Όσο τα ρολόγια μίκραιναν και γίνονταν πλακέ, τόσο ανέβαινε η πελατεία. Η βιομηχανοποίηση μεγάλου μέρους της παραγωγής τους, έριξε το κόστος τους. Η ευρωπαϊκή μεσαία τάξη με τις βάρδιες στη δουλειά της, άρχισε να τα χρειάζεται όλο και περισσότερο. Τον 17ο αιώνα, το ρολόι κουρδιζόταν μ’ ένα ξεχωριστό κλειδί, που έπρεπε να κρατά στην τσέπη του ο ιδιοκτήτης. Η ανακάλυψη του κυκλικού ελατηρίου και συνακόλουθα του ενσωματωμένου κουρδιστηριού, εκτόξευσε τις πωλήσεις.
Οι Ελβετοί αποδείχτηκαν όχι μόνο μεγάλοι τεχνίτες, αλλά και εξαιρετικά προσαρμοστικοί στον διεθνή ανταγωνισμό. Οι Βρετανοί, τον 19ο αιώνα έχασαν το τραίνο και μοναδικοί παγκόσμιοι ανταγωνιστές αναδείχτηκαν οι Ελβετοί με τους Αμερικανούς. Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο μπήκαν στην αρένα και οι Γιαπωνέζοι με τα φτηνά κουάρτζ. Η τέχνη του ατομικού ρολογιού πάντως ήταν τόσο δύσκολη, που ως τον 18ο αιώνα το εργαλείο αυτό χαλούσε τόσο συχνά που κατέληγε συνώνυμο της ταλαιπωρίας. Όλοι σχεδόν οι κεντροευρωπαίοι είχαν μια παροιμία που έλεγε, «αν θέλεις μπελάδες, πάρε γυναίκα, αγόρασε ρολόι ή δείρε παπά».