“Η Δικαιοσύνη μίλησε” είναι η θέση του Μεγάρου Μαξίμου σχετικά με την απόφαση του Αρείου Πάγου για την υπόθεση των παρακολουθήσεων, που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από την πλευρά της αντιπολίτευσης.
“Από την πρώτη στιγμή είπαμε ότι αναμένουμε τις αποφάσεις τις Δικαιοσύνης” ήταν το πρώτο σχόλιο της κυβέρνησης, σημειώνοντας ότι το αποτέλεσμα της έρευνας του Αρείου Πάγου για τις παρακολουθήσεις ήταν “ενδελεχές και εμπεριστατωμένο”. “Αναμένουμε με ενδιαφέρον τις απόψεις όλων όσοι είχαν σπεύσει να καταδικάσουν υπηρεσιακούς και πολιτικούς παράγοντες πριν την κρίση της Δικαιοσύνης” προσέθεταν οι ίδιοι κύκλοι.
Η απάντηση στον Στ. Κασσελάκη
Την “έκρηξη” του Μεγάρου Μαξίμου προκάλεσε ειδικότερα η ανάρτηση του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανου Κασσελάκη, με ευθείες βολές κατά της Δικαιοσύνης, για την οποία δήλωσε ότι… πλέον, κλονίστηκε σοβαρά η εμπιστοσύνη του απέναντι της.
“Σήμερα στην Ελλάδα δεν λειτουργούν «παραϋπουργεία Δικαιοσύνης» στο Μαξίμου, όπως επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με όσα κυνικά είχε παραδεχθεί ο πρώην Υπουργός Σταύρος Κοντονής. Οι δικαστές αποφασίζουν όπως εκείνοι κρίνουν, με βάση τον ανεξάρτητο ρόλο τους” αντέδρασε ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, καταλογίζοντας στον Στ. Κασσελάκη ότι “αντιλαμβάνεται υποκριτικά αντιλαμβάνεται τον ρόλο του”.
“Ως αρχηγός του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, παριστάνει ότι σέβεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, όπως ορίζει το Σύνταγμά μας, αλλά, ως «απλός πολίτης» που κάνει τις διακοπές του στα σοκάκια της Μυκόνου, μπορεί να λέει και μια κουβέντα παραπάνω” δήλωσε δεικτικά.
Παράλληλα, κατηγόρησε τον κ. Κασσελάκη ότι “είναι γνήσιος συνεχιστής του κόμματος των αμετάκλητα καταδικασμένων από τη Δικαιοσύνη για σοβαρά αδικήματα”. “Εκείνων που κυβέρνησαν υπονομεύοντας τους θεσμούς και τη Δικαιοσύνη” σημείωσε, ενώ μίλησε για θράσος του ΣΥΡΙΖΑ. “Αντί να απολογηθούν για τον Ποινικό Κώδικα που ψήφισαν «νύχτα», λίγο πριν φύγουν από την εξουσία και ο οποίος φαίνεται ότι εφαρμόζεται σε μια σειρά από δικαστικές υποθέσεις, κουνάνε και το δάχτυλο” προσέθεσε.
Οι θέσεις της Κυβέρνησης
Η κυβέρνηση, απαντώντας στα “πυρά” σύσσωμης της αντιπολίτευσης, προέταξε τρία επιχειρήματα, για να υποστηρίξει ότι η έρευνα ήταν πολυεπίπεδη και να αντικρούσει τις αιτιάσεις περί συγκάλυψης. Υποστήριξε ότι υπήρξε:
- Πρώτον, έρευνα και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο από Εξεταστική Επιτροπή.
- Δεύτερον, έλεγχος σε διοικητικό επίπεδο σε τρεις ανεξάρτητες Αρχές (στην ΑΔΑΕ, στην Αρχή Διασφάλισης Προσωπικών Δεδομένων και στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας).
- Τρίτον, εξέταση από τη Δικαιοσύνη όλων των προτεινόμενων μαρτύρων. Συγκεκριμένα τονίζεται ότι εξετάστηκαν συνολικά 40 άτομα: δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, διοικητές και υποδιοικητές και λοιπά μέλη της ΕΥΠ την τελευταία δεκαετία, μέλη της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου Επικοινωνιών, της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας, ανώτατοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ, της διεύθυνσης Διαχείρισης και ανάλυσης Πληροφοριών, της διεύθυνσης του Οικονομικού Αρχηγείου τα τελευταία χρόνια, καθώς και της διεύθυνσης της Υπηρεσίας Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Η απόφαση της Δικαιοσύνης
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη, από την έρευνα της Δικαιοσύνης δεν προέκυψε σύνδεση της ΕΥΠ ή άλλης κρατικής υπηρεσίας (ΕΛ.ΑΣ. ή Αντιτρομοκρατικής) με το κακόβουλο λογισμικό Predator και τις καταγγελλόμενες παράνομες παρακολουθήσεις πολιτικών, κρατικών λειτουργών δημοσιογράφων κ.α.
Αποφάνθηκε ότι ήταν απόλυτα νόμιμες όλες οι υποκλοπές της ΕΥΠ, ενώ ασκούνται διώκεις σε ιδιώτες εκπροσώπους ή ιδιοκτήτες εταιρειών, σε βαθμό πλημμελήματος.