Μείωση του συνολικού αποθέματος κόκκινων δανείων στα 9,9 δισ. ευρώ, δάνεια αβέβαιης είσπραξης μειωμένα επίσης στα 3,2 δισ. ευρώ, αλλά αύξηση των δανείων σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) στα 5,4 δισ. ευρώ, δείχνουν τα στοιχεία της Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ για τα μη εξυπηρετούμενα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών στα τέλη του 2023.
Το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) υποχώρησε σε 9,9 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 24,9% ή 3,294 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2022 (13,2 δισ. ευρώ), σύμφωνα με την ΤτΕ. Ο δείκτης ΜΕΔ υποχώρησε σε 6,6%, έναντι 8,7% στο τέλος του 2022, με τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες να έχουν πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ και τις τρεις εξ αυτών να βρίσκονται κάτω από το 5%.
Ωστόσο, ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο τραπεζικού τομέα εξακολουθεί να παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Δεκέμβριος 2023: 1,9%). Στις λιγότερο σημαντικές ελληνικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 37,6% το 2023.
Η υποχώρηση των ΜΕΔ κατά το 2023 οφείλεται κυρίως σε συμφωνίες απευθείας πώλησης δανείων στη δευτερογενή αγορά, καθώς και σε μικρότερο βαθμό σε αναταξινομήσεις προς εξυπηρετούμενα δάνεια, σε διαγραφές δανείων και, τέλος, σε εισπράξεις. Θετική είναι η διαπίστωση της ΤτΕ για τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών.
Εν μέσω πληθωριστικών πιέσεων και αυξημένων επιτοκίων, οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να συγκρατήσουν τη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων χαμηλότερα από τις αρχικές εκτιμήσεις. Στα τρία πρώτα τρίμηνα του 2023 οι τράπεζες είχαν καθαρή ροή προς μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με αυξανόμενη τάση το δεύτερο τρίμηνο (165 εκατ. ευρώ το α΄ τρίμηνο, 612 εκατ. ευρώ το β΄ τρίμηνο και 103 εκατ. ευρώ το γ΄ τρίμηνο του 2023), η οποία διαφοροποιήθηκε το δ΄ τρίμηνο, οπότε η τάση έγινε αρνητική.
Τα στοιχεία της ΤτΕ για την εικόνα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών δείχνουν, πάντως, αύξηση του ποσοστού (9%) των πρώιμων ληξιπρόθεσμων οφειλών, δηλαδή των δανείων σε καθυστέρηση μέχρι 90 ημέρες. Η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τα επιχειρηματικά δάνεια σε καθυστέρηση από 1 έως 30 ημέρες. O λόγος των δανείων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε σε 3,8% το 2023, έναντι 3,6% στο τέλος του 2022.
Τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) υποχώρησαν περαιτέρω στο τέλος του 2023 και διαμορφώθηκαν σε 2,5 δισ. ευρώ (25,5% των ΜΕΔ), μειωμένα κατά 7,7% σε σχέση με το τέλος του 2022 (4,4 δισ. ευρώ). Ωστόσο, το 68,5% των ΜΕΔ που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία είναι σε καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους (το ποσοστό είναι μειωμένο σε σχέση με το τέλος του 2022 που ανερχόταν σε 77%).
Το αντίστοιχο ποσοστό καθυστέρησης για τα επιχειρηματικά δάνεια ανέρχεται σε 75,5%, για τα στεγαστικά σε 54,7% και για τα καταναλωτικά σε 62,5%. Σημειώνεται ότι το 10,6% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το τέλος του 2022 (13,3%).
Το 42% των ΜΕΔ αφορά καταγγελμένες απαιτήσεις, οι οποίες στο τέλος του 2023 ανήλθαν σε 4,2 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 5,8% ή 0,6 δισ. ευρώ, σε σχέση με το τέλος του 2022, κυρίως λόγω των συναλλαγών πωλήσεων δανείων. Οι διαγραφές δανείων τον Δεκέμβριο του 2023 ανέρχονταν σε 1,041 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 739,5 εκατ. ευρώ αφορούν καταγγελμένες απαιτήσεις, κυρίως επιχειρηματικών δανείων (0,57 δισ. ευρώ).