Σύμφωνα με τις πηγές του υπουργείου Οικονομικών «όσοι καταλογίζουν στην κυβέρνηση, αυτό το κόστος των 86 δισ. ευρώ, εννοούν το συνολικό ποσό του δανείου, που υπεγράφη τον Αύγουστο του 2015. Υιοθετούν, δηλαδή, την άποψη ότι ολόκληρο το ποσό της δανειακής σύμβασης αποτελεί νέο χρέος. Τα 86 δισ. ευρώ του νέου δανείου κατανέμονται ως εξής:
– Πενήντα τέσσερα δισ. ευρώ θα πάνε στην αναχρηματοδότηση του παλαιού χρέους. Είναι προφανές ότι αυτό το ποσό δεν αποτελεί νέο χρέος.
-Εικοσι πέντε δισ. ευρώ είχαν υπολογιστεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Εξ αυτών μόνο τα 5 δισ. ευρώ χρειάστηκαν. Οπότε, τα υπόλοιπα 20 δισ. [από τα 25 δισ. ευρώ] δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως κόστος της διαπραγμάτευσης εφόσον δεν θα χρησιμοποιηθούν! Αυτό το αναγνωρίζει και ο Γ. Στουρνάρας [Βουλή, 11.07.2016]. Τα 5 δισ. ευρώ χρειάστηκαν διότι οι προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις δεν είχαν εξασφαλίσει τις ανάγκες των τραπεζών -μη επίλυση του ζητήματος των “κόκκινων δανείων”, λανθασμένες προβλέψεις για το 2015, κ.λπ.
– Επτά δισ. ευρώ θα πάνε στις ληξιπρόθεσμες οφειλές του ελληνικού δημοσίου. Σε ένα, δηλαδή, προϋπάρχον διαφορετικό χρέος. Πρόκειται ουσιαστικά για την ανταλλαγή ενός χρέους προς τους ιδιώτες με ένα άλλο χρέος προς τους δανειστές. Από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τα, περίπου, 4,5 δισ. ευρώ υπήρχαν από το 2014, ενώ είναι σημαντικό να τονιστεί ότι αυτά είναι χρήματα που θα πέσουν στην πραγματική οικονομία προκαλώντας αύξηση του ΑΕΠ μειώνοντας, συνεπακόλουθα, τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ -εφόσον αυξάνεται ο παρονομαστής ενός κλάσματος, το ίδιο το κλάσμα μειώνεται».
Οι πηγές του υπουργείου Οικονομικών επικαλούνται μάλιστα και τις αναλύσεις του Βρετανού δημοσιογράφου Χιούγκο Ντίξον, σύμφωνα με τον οποίον, λόγω των ευνοϊκών όρων της δανειακής σύμβασης των 86 δισ. ευρώ πρόκειται ουσιαστικά για απομείωση χρέους και, μάλιστα, της τάξης των 40 δισ.
«Το ότι δεν προέκυψε αύξηση του χρέους από την διαπραγμάτευση προκύπτει και από τα στοιχεία για το δημόσιο χρέος. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το δημόσιο χρέος στις 31.12.2014 ήταν 324 δισ., ενώ στις 31.12.2015 ήταν 321 δισ.
Τέλος, για όσους υποστηρίζουν ότι επλήγη η πραγματική οικονομία από τη διαπραγμάτευση, τους παροτρύνουμε να κοιτάξουν τα στοιχεία για την ανεργία η οποία από το πρώτο τρίμηνο του 2016 είναι στο 24,9% από 27,3% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2014. Προφανώς δεν είναι για να πανηγυρίζουμε αλλά η μείωση της ανεργίας δεν συνηγορεί σε καμία περίπτωση με καταστροφή της πραγματικής οικονομίας».
Αναφορικά με τις εκτιμήσεις για «διαφυγόντα κέρδη», ύψους 20 δισ. ευρώ, από τη μη επιστροφή στην ανάπτυξη, οι ίδιες πηγές σημειώνουν: «Θα είχαμε, όμως, 20 δισ. ευρώ ανάπτυξη το 2015 και το 2016, όπως ισχυρίζονται; Ο επικεφαλής του ESM, Κλάους Ρέγκλινγκ, σε πρόσφατη συνέντευξή του, δήλωσε ότι το κόστος της διαπραγμάτευσης ανέρχεται σε 100 δισ. ευρώ [άποψη στην οποία ήδη υπάρχει απάντηση παραπάνω], παρότι, όπως είπε, δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος να γίνει αυτή η μέτρηση. Ανέφερε, μάλιστα, ότι η Τράπεζα της Ελλάδας το έχει υπολογίσει στα 80 δισ. ευρώ και προσέθεσε άλλα 20 δισ. ευρώ που θα ήταν η ανάπτυξη το 2015 και το 2016. Πώς προέκυψαν αυτά τα 20 δισ.; Ο κ. Ρέγκλινγκ ανέφερε ότι θα είχαμε 2,5% ανάπτυξη το 2015 και 3,5% το 2016 τα όποια αθροίζουν σε 6% του ΑΕΠ. Αρχικά να σημειώσουμε ότι το 6% του ΑΕΠ είναι 10 δισ. ευρώ και όχι 20 δισ. -για να του “βγουν”, δηλαδή, τα νούμερα διπλασίασε το ΑΕΠ της Ελλάδας!… Αλλά ακόμη και αυτά τα 10 δισ. ευρώ απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Είναι, βέβαια, προφανές, ότι το οικονομικό έτος 2016 δεν έχει κλείσει ακόμα και άρα κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το αποτέλεσμα. Το πιο σημαντικό, όμως, σφάλμα του κ. Ρέγκλινγκ είναι ότι συγκρίνει την πραγματικότητα με τις προβλέψεις για να δείξει πόσο έξω έπεσε η πραγματικότητα. Αν κάναμε και εμείς το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε, χρησιμοποιώντας ακριβώς την ίδια μεθοδολογία, ότι τα έτη 2011, 2012 και 2013 χάσαμε 33 δισ. ευρώ»
Βιωσιμότητα του χρέους
Αναλύοντας τη βιωσιμότητα του χρέους, κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών υπογραμμίζουν ότι «μία τρίτη ανάλυση, την οποία παρουσίασε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδας Ι. Στουρνάρας, στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, στις 11 Ιουλίου 2016, αναφέρει ότι «εάν πάρετε την ανάλυση βιωσιμότητας που έκανε το ΔΝΤ το τέλος του 2014 και τη συγκρίνετε με την ανάλυση βιωσιμότητας που έκανε τον Ιούλιο του 2015 θα δείτε ότι οι δύο καμπύλες απέχουν 30% του ΑΕΠ». Προσπαθεί, δηλαδή, να υποστηρίξει ότι η διαπραγμάτευση κόστισε 30% του ΑΕΠ, περίπου 54 δισ. ευρώ. Στη συνέχεια προσθέτει και ποσά από τη δανειακή σύμβαση, προκειμένου να φτάσει τα 86 δισ. ευρώ! Στη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους [DSA] του 2015, αναφέρεται ότι, στην προηγούμενη έκθεση, το ελληνικό χρέος ήταν μεν βιώσιμο αλλά ασταθές. Οι όποιες διαφορές μεταξύ των δύο εκθέσεων μπορούν να εξηγηθούν, σε μεγάλο βαθμό, με βάση τις σημαντικές διαφορές στις παραδοχές τους και κυρίως σ’ αυτές για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τις ιδιωτικοποιήσεις. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, ότι στην έκθεση του 2014 [σελ. 9 και 66] η υπόθεση για τα μακροχρόνια σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα ήταν πάνω από 4% φτάνοντας το 4,5%. Για πάντα!
Ακόμη και αν ο Ι. Στουρνάρας εννοεί την έκθεση του 2016, στην οποία φαίνεται μεγάλη διαφορά στο DSA, αξίζει να σημειώσουμε ότι η ανάλυση σ’ αυτή έχει γίνει με βάση μακροπρόθεσμες προβλέψεις για πρωτογενή πλεονάσματα στο 1.5%! Με άλλα λόγια το περίφημο κόστος της διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ, με βάση την ανάλυση του 2016, δεν υπάρχει! Δεν πρόκειται, δηλαδή, για τίποτα άλλο παρά μόνο για μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τις ιδιωτικοποιήσεις, θέματα για τα οποία διαπραγματεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ και άλλαξε τις συμφωνίες που είχε υπογράψει η κυβέρνηση της ΝΔ – ΠΑΣΟΚ».
Οι κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών προσθέτουν ότι «σύμφωνα με την ανάλυση του ΔΝΤ υπάρχουν δύο “πολιτικές” μεταβλητές που εξαρτώνται από την κυβέρνηση:
– Τα πρωτογενή πλεονάσματα και
– Το ύψος των ιδιωτικοποιήσεων.
Και οι δύο αυτές μεταβλητές μπορούν να προβλεφθούν με σχετική ακρίβεια καθώς υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Υπάρχουν, όμως, και δυο “αυτόματες” μεταβλητές που δεν ελέγχει άμεσα η κυβέρνηση και οι προβλέψεις τους είναι, συνήθως, πιο επισφαλείς.
Είναι:
– Ο ρυθμός μεγέθυνσης και
– Το επιτόκιο.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία των δύο εκθέσεων του ΔΝΤ, μπορούμε να διακρίνουμε ότι στην πρόβλεψη του 2014 το χρέος προς το ΑΕΠ ,το 2020 βρίσκεται στο 128%, ενώ σ’ αυτήν του 2015 η πρόβλεψη εκτοξεύεται στο 150%! Για το ίδιο έτος, δηλαδή, το 2020, αυξάνεται κατά 22 μονάδες από τον ίδιο οργανισμό, το ΔΝΤ! Από αυτές τις 22 μονάδες, περίπου οι 8,5 μονάδες οφείλονται στα χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και, περίπου, 7,5 μονάδες στα μικρότερα έσοδα ιδιωτικοποιήσεων. Δηλαδή 16 από τις 22 μονάδες αύξησης του λόγου χρέος/ΑΕΠ οφείλονται σε αλλαγές πολιτικής! Οι υπόλοιπες μονάδες της διαφοράς οφείλονται σε αλλαγές στις αυτόματες μεταβλητές, όπως είναι τα επιτόκια και ο ρυθμός μεγέθυνσης. Αλλά ακόμα και αυτό δεν έχει να κάνει με κάποιο κόστος που προήλθε από την διαπραγμάτευση»
Οι κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών υπενθυμίζουν, τέλος, την απάντηση του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου σε συνέντευξή του (στην Εφημερίδα των Συντακτών, 23.07.2016) στους ισχυρισμούς των Ρέγκλινγκ, Στουρνάρα και Σταϊκούρα περί κόστους 100 ή 86 δισ. ευρώ της πρώτης περιόδου διαπραγμάτευσης: «Και οι τρεις» τονίζει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, «είναι οικονομολόγοι και θα έπρεπε να ήξεραν καλύτερα! Να ήξεραν ότι ένα μέρος του χρέους απλώς ανακυκλώνει το παλιό [και με καλύτερους όρους], ότι το χρέος για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι κατά 20 δισ. ευρώ λιγότερο από το προβλεπόμενο, και ότι θα το είχαμε αποφύγει αν οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν αξιωθεί να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των “κόκκινων δανείων”, και άλλα πολλά. Εξάλλου, αν χρησιμοποιήσουμε την αριθμητική των Ρέγκλινγκ, Σταϊκούρα και Στουρνάρα, τότε το δημόσιο χρέος σήμερα, από τα 320 δισ. που το παραλάβαμε, θα ήταν 420 δισ., ή αλλιώς, αν η ΝΔ είχε κερδίσει τις εκλογές του Γενάρη του 2015, σε ένα χρόνο θα είχε μειώσει το χρέος κατά 100 δισ. ευρώ και θα το είχαμε φτάσει στα 220 δισ. Οπότε θα είχε δίκιο ο Σόιμπλε που υποστηρίζει ότι το χρέος είναι βιώσιμο και δεν χρειάζεται αναδιάρθρωση! Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος ισχυρισμός πλησιάζουν την πραγματικότητα και με αυτή την έννοια εκθέτουν τους εμπνευστές τους αναφέρουν οι κύκλοι του υπουργείου Οικονομικών.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ