Τα προϊόντα χαμηλής θερμιδικής περιεκτικότητας “light” πληθαίνουν συνεχώς και στην Ελληνική αγορά. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια στροφή των καταναλωτών προς τα γάλατα με λιγότερα λιπαρά.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, το 16.3% των Ελλήνων καταναλώνει γάλα με χαμηλά λιπαρά, ενώ τα γιαούρτια “light” καταναλώνονται από το 30%. Στον καταναλωτή σήμερα, προσφέρεται πληθώρα τροφίμων «διαίτης», που το βασικό πλεονέκτημά τους, όπως προβάλλεται στη διαφήμιση, είναι ότι οδηγούν στην απώλεια βάρους.
Σύμφωνα με τον κώδικα τροφίμων και ποτών, άρθρο 6,
ένα προϊόν ονομάζεται light ή lite ή slim ή και άλλες παρεμφερείς ονομασίες, εφόσον οι παρεχόμενες υπ’ αυτού θερμίδες είναι μειωμένες κατά 30% από το αντίστοιχο πρότυπο προϊόν της ισχύουσας νομοθεσίας. Η μείωση αυτή δεν πρέπει να οφείλεται σε μείωση των πρωτεϊνών.
Οι ίδιοι χαρακτηρισμοί είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν και σε προϊόντα, των οποίων το δραστικό συστατικό ή το κύριο χαρακτηριστικό συστατικό είναι μειωμένο κατά 50% τουλάχιστον από το αντίστοιχο πρότυπο της ισχύουσας νομοθεσίας. Μετά την ονομασία πώλησης, θα πρέπει να δηλωθεί σε πιο συστατικό αναφέρεται ο χαρακτηρισμός light.
Στη συσκευασία των προϊόντων light, θα πρέπει να αναγράφονται όλες οι ενδείξεις που προβλέπονται από τις γενικές διατάξεις καθώς και οι ενδείξεις της διαθρεπτικής επισήμανσης σύμφωνα με το άρθρο 11α του κώδικα τροφίμων.
Η πρώτη κατηγορία των προϊόντων light είναι τα προϊόντα χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος. Η κυριότερη κατηγορία τέτοιων προϊόντων είναι τα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Τα ημιαποβουτυρωμένα (1,5% λίπος) ή και τελείως αποβουτυρωμένα (0%) γάλατα και γιαούρτια, αποτελούν την πλειοψηφία των προϊόντων light που καταναλώνονται στην Ελλάδα.
Τα προϊόντα με 0% λίπος συχνά ονομάζονται και προϊόντα ελεύθερα λίπους (free fat), ενώ υπάρχει και ο όρος χαμηλής περιεκτικότητας (low fat) ή μειωμένης περιεκτικότητας (reduced fat), που αναφέρεται συνήθως σε προϊόντα που περιέχουν μέχρι 25% λιγότερο λίπος.
Μια δεύτερη κατηγορία προϊόντων χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος είναι αυτά που περιέχουν υποκατάστατα λίπους.
Τα υποκατάστατα λίπους μπορεί να είναι πρωτεϊνικής ή υδατανθρακικής σύνθεσης οπότε και απορροφούνται όπως οι υδατάνθρακες και οι πρωτεΐνες, ή να είναι μη απορροφήσιμα συνθετικά λίπη.
Τα μη απορροφήσιμα συνθετικά λίπη έχουν κατηγορηθεί ότι προκαλούν παρενέργειες.
Για παράδειγμα, η κατανάλωση προϊόντων που περιέχουν olestra (συνθετικό λίπος μη απορροφήσιμο που χρησιμοποιήθηκε στην Αμερική), έχει συνδεθεί με την πρόκληση γαστρεντερικών διαταραχών και μείωση της απορρόφησης καροτενοειδών.
Για την αντικατάσταση της ζάχαρης στα προϊόντα light χρησιμοποιούμε ουσίες με υψηλή γλυκαντική ικανότητα.
Οι πιο διαδεδομένες από τις ουσίες αυτές είναι η ασπαρτάμη, η σακχαρίνη και το ακεσουλφαμικό κάλιο.
Η ασπαρτάμη που έχει πολλαπλάσια γλυκαντική ικανότητα σε σχέση με τη ζάχαρη (200 φορές πιο γλυκιά), είναι η μόνη που επειδή παρασκευάζεται από αμινοξέα έχει κάποια μικρή θερμιδική αξία.
Απορροφάται σαν πρωτεΐνη και μεταβολίζεται κανονικά. Έχει εγκριθεί προς χρήση σε περισσότερες από 35 χώρες και χρησιμοποιείται σε περισσότερα από 5.000 προϊόντα όπως αναψυκτικά, γλυκά, κρέμες, γαλακτοκομικά προϊόντα, κ.α. .
Η σακχαρίνη είναι περίπου 300 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη.
Προβλήματα σχετικά με την ασφάλειά της προέκυψαν το 1970 και το 1997 το FDA της Αμερικής απέσυρε την κυκλοφορία της στις ΗΠΑ. Εξακολουθεί όμως να χρησιμοποιείται σε περισσότερες από 100 χώρες.
Το ακεσουλφαμικό κάλιο είναι 200 φορές πιο γλυκό από τη ζάχαρη, δεν μεταβολίζεται όπως και η σακχαρίνη και χρησιμοποιείται σε χιλιάδες προϊόντα και σε περισσότερες από 60 χώρες.
Οι γλυκαντικές αυτές ουσίες πολλές φορές χρησιμοποιούνται μαζί με άλλους υδατάνθρακες όπως πχ. Ασπαρτάμη και μαλτοδεξτρίνες στο Canderel ή σακχαρίνη με λακτόζη στο Sweet ’n’ Low.
Η τελευταία κατηγορία προϊόντων light είναι τα οινοπνευματώδη ποτά στα οποία έχει αφαιρεθεί μια ποσότητα αλκοόλ ή και όλο το αλκοόλ (πχ μπύρες light).
Έχει παρατηρηθεί στην Αμερική τα τελευταία 20 χρόνια μια δραματική αύξηση του ποσοστού των ατόμων που καταναλώνουν προϊόντα light από 19% το 1978 σε 76% το 1996, σε μια προσπάθεια για πιο υγιεινή διατροφή και απώλεια βάρους.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, το ποσοστό των υπέρβαρων ατόμων (ΔΜΣ>27.8 για τους άνδρες και 27.3 για τις γυναίκες), αυξήθηκε από 25.4% σε 33.3%.
Υπάρχει λοιπόν ένα παράδοξο στο φαινόμενο αυτό.
Εφόσον οι άνθρωποι καταναλώνουν περισσότερα προϊόντα χαμηλής θερμιδικής περιεκτικότητας θα έπρεπε να υπάρχει και αντίστοιχη μείωση του ποσοστού παχυσαρκίας στον πληθυσμό.
Αυτό όμως δεν συνέβη στις ΗΠΑ.
Η εξήγηση του παράδοξου αυτού φαινομένου βρίσκεται στο γεγονός ότι τα άτομα που καταναλώνουν προϊόντα “light” αυξάνουν συχνά την κατανάλωση άλλων τροφίμων ή καταναλώνουν πολύ μεγαλύτερες ποσότητες των προϊόντων “light” συγκριτικά με αυτές που θα κατανάλωναν από τα αντίστοιχα μη διαιτητικά τρόφιμα. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο ότι πολλοί καταναλωτές προϊόντων light πιστεύουν ότι τα προϊόντα αυτά αδυνατίζουν ανεξαρτήτως της ποσότητας που θα καταναλώσουν.
Συστηματικές έρευνες έχουν δείξει ότι τα άτομα που καταναλώνουν τρόφιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπη και ζάχαρη συνεχίζουν και καταναλώνουν τις ίδιες ή και περισσότερες θερμίδες απ’ ότι πριν κάνουν αυτές τις διαιτητικές αλλαγές.
Σαν αποτέλεσμα δεν επιτυγχάνουν την απώλεια βάρους, αλλά συχνά οδηγούνται και σε αύξηση βάρους.
Σε έρευνα που έγινε σε καταναλωτές προϊόντων light σχετικά με τους λόγους που τα αγοράζουν, το 93% απάντησε ότι πιστεύει πως βοηθούν στην απώλεια βάρους, ενώ το 95% πιστεύει ότι περιέχουν λιγότερα λίπη, ζάχαρη και θερμίδες.
Για να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν σωστά τα προϊόντα light στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας θα πρέπει:
1)Να επιλέγονται προϊόντα που εκτός από χαμηλή περιεκτικότητα σε λίπη ή ζάχαρη είναι και μειωμένης θερμιδικής περιεκτικότητας.
2) Να καταναλώνονται σε ίσες και όχι μεγαλύτερες ποσότητες από ότι τα αντίστοιχα πλήρους περιεκτικότητας τρόφιμα.
3)Να μην αυξάνεται η κατανάλωση άλλων τροφίμων σαν αποτέλεσμα της χρήσης προϊόντων light.
4)Να συμπεριλαμβάνονται σε μια πλήρη θρεπτικά ισοζυγισμένη μακροχρόνια δίαιτα.
Eπιμέλεια
Κάτσικα Αθηνά
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος