Τα άτομα που έχουν παχυσαρκία και είναι υπέρβαρα, και που έλαβαν θεραπεία για οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, έχουν χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύεται στο περιοδικό της Αμερικανικής Εταιρείας Αιματολογίας “Blood Advances”.
Καθώς υπάρχει μια αυξανόμενη επιδημία παχυσαρκίας, οι επιστήμονες εξετάζουν πιο προσεκτικά τον τρόπο με τον οποίο το σωματικό βάρος μπορεί να επηρεάσει την υγεία. Η νέα έρευνα αναδεικνύει την πιθανή συσχέτιση του αυξημένου δείκτη μάζας σώματος με χειρότερα αποτελέσματα στη θεραπεία για την οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία σε έφηβους και νεαρούς ενήλικες.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
“Γνωρίζουμε εδώ και περίπου 15 χρόνια ότι η παχυσαρκία επηρεάζει την επιβίωση των παιδιατρικών ασθενών που υποβάλλονται σε θεραπεία για οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία και πιο πρόσφατα αναγνωρίζουμε μια παρόμοια σχέση σε πληθυσμούς ενηλίκων”, επισημαίνει ο γιατρός Σάι Σιμόνι, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και υπότροφος στο Ινστιτούτο Καρκίνου Ντάνα-Φάρμπερ στη Βοστόνη. Όπως προσθέτει, “θέλαμε πιο λεπτομερή δεδομένα σχετικά με αυτό για να κατανοήσουμε γιατί υπάρχει αυτή η συσχέτιση και πόσο επηρεάζεται από την ηλικία”.
Οι ερευνητές συνέλεξαν δεδομένα από 388 άτομα ηλικίας 15-50 ετών, με μέση ηλικία τα 24 έτη, οι οποίοι έλαβαν θεραπεία για οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία την περίοδο 2008-2021. Συνολικά το 53,3% των συμμετεχόντων που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη είχαν φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος, ενώ οι υπόλοιποι ταξινομήθηκαν ως υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Οι υπέρβαροι και παχύσαρκοι ασθενείς εμφάνισαν σε σχέση με τους ασθενείς με φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας χωρίς να έχει προηγηθεί υποτροπή (11,7% έναντι 2,8%), χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης χωρίς άλλα συμβάντα (63% έναντι 77% σε τέσσερα έτη) και χειρότερη συνολική επιβίωση (64% έναντι 83%).
Επιπλέον, οι ερευνητές διαπίστωσαν ισοδύναμη συνολική επιβίωση μεταξύ των νεότερων (15-29 ετών) και των μεγαλύτερων (30-50 ετών) ασθενών με φυσιολογικό δείκτη μάζας σώματος, κάτι που αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό εύρημα, καθώς η ηλικία θεωρείται συχνά δυσμενές προγνωστικό χαρακτηριστικό στην οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία.
Οι ερευνητές εντόπισαν εξάλλου ότι τα αυξημένα τριγλυκερίδια συσχετίστηκαν με καλύτερη επιβίωση. Τέλος, είναι ενδιαφέρον ότι οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο κύριος παράγοντας που οδηγούσε σε χειρότερες εκβάσεις σε όλους τους ασθενείς που μελετήθηκαν δεν ήταν η υποτροπή της νόσου, αλλά η θνησιμότητα εκτός υποτροπής.
Ο κ. Σιμόνι καταλήγει ότι “προχωρώντας προς τα μπροστά, ελπίζουμε ότι οι μετρήσεις της παχυσαρκίας θα θεωρούνται ζωτικής σημασίας μεταβλητή για τον καθορισμό των καταλληλότερων θεραπευτικών σχημάτων για κάθε μεμονωμένο ασθενή”.