Σε ποσοστό που μπορεί να ξεπερνά το 4% οι άνδρες πάσχουν από κάμψη πέους, μια καλοήθη πάθηση που τείνει να υποδιαγιγνώσκεται σε όλον τον κόσμο.
Εκτός από τον πόνο και τη σεξουαλική δυσλειτουργία, η νόσος της κάμψης πέους γίνεται αιτία ντροπής και αμηχανίας, αισθήματα που επιδεινώνονται με την εξέλιξη της. Συνέπεια αυτών είναι η εμφάνιση ψυχοκοινωνικής δυσφορίας τόσο στους ίδιους τους πάσχοντες όσο και στις συντρόφους τους.
Επειδή η επικρατούσα θεωρία για την αιτία εμφάνισής της είναι ο τραυματισμός του πέους, αλλά λίγοι άνδρες θυμούνται να έχουν υποστεί κάποιον ούτε όλοι όσοι τραυματίζονται αναπτύσσουν τη νόσο, οι επιστήμονες αναζητούν άλλους πιθανούς λόγους ανάπτυξής της.
Στους παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνεται το μεταβολικό σύνδρομο και ο σακχαρώδης διαβήτης, καθώς και η λιπώδης διήθηση του ήπατος.
«Η νόσος προκαλεί προοδευτική διαταραχή του πέους που οδηγεί σε ανώμαλη καμπυλότητα κατά τη στύση, η οποία προκαλείται από την ύπαρξη ινώδους ιστού (πλάκα) στα εξωτερικά τμήματά του.
Ο ιστός αυτός είναι σκληρός και ανελαστικός, αλλάζει την φυσιολογική καμπυλότητα του πέους σε μια πιο έντονη κάμψη είτε προς τα πάνω είτε αριστερά ή δεξιά.
Ο ακριβής μηχανισμός που ευθύνεται για τον σχηματισμό του ινώδους ιστού ακόμα ερευνάται. Ακόμα η έρευνα δεν έχει καταστήσει, επίσης, σαφές ποιοι άνδρες αναπτύσσουν τη νόσο. Σε μεγάλο ποσοστό τους υπάρχει οικογενειακό ιστορικό, όχι όμως σε όλους τους ασθενείς. Έχει επίσης συσχετιστεί με άλλες διαταραχές του συνδετικού ιστού, αλλά η επικρατούσα άποψη είναι ότι η νόσος Peyronie (Περονί), όπως ονομάζεται, προκαλείται από τραυματισμό του πέους.
Το τραύμα που θα μπορεί να οδηγήσει στη νόσο μπορεί να είναι είτε άμεσο και αντιληπτό, είτε να προκύψει από χρόνιους μικροτραυματισμούς. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι συνέπεια κατάγματος του πέους ή χειρουργικής επέμβασης, αλλά και προσπαθειών σεξουαλικής επαφής με ατελή στύση.
Ευπαθείς είναι επίσης οι άνδρες που επιδίδονται σε έντονες σεξουαλικές δραστηριότητες», εξηγεί ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.
Αν και οι αιτίες είναι ακόμη υπό συζήτηση, έχει βρεθεί ότι μεγαλύτερες πιθανότητες να την εμφανίσουν έχουν όσοι είναι άνω των 50 ετών, όσοι πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, δυσλιπιδαιμία, υπέρταση ή/και παχυσαρκία. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι οι μεταβολικές δυσλειτουργίες είτε αποτελούν αιτία είτε συμβάλλουν στη δημιουργία των πλακών στο πέος. Οι πλάκες αυτές μπορεί να ασβεστοποιηθούν και η νόσος να επιδεινωθεί. Ο δε πόνος που μπορεί να συνοδεύει τις στύσεις θεωρείται ότι οφείλεται σε ενεργή φλεγμονή σε αυτές.
«Η φλεγμονή και το οξειδωτικό στρες πυροδοτούν την εμφάνιση αρτηριακών παθήσεων, οδηγώντας σε αντίσταση στην ινσουλίνη, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος. Μελέτη που πραγματοποιήθηκε από μια ομάδα Ιταλών ουρολόγων, έδειξε ότι και οι δύο παθήσεις σχετίζονται σημαντικά με τη νόσο Peyronie.
Εάν επιβεβαιωθούν τα ευρήματά τους, και βρεθεί ότι πράγματι όσοι έχουν μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν τη νόσο Peyronie θα πρέπει να απευθύνονται σε ουρολόγο, ούτως ώστε η τυχόν ύπαρξη της νόσου Peyronie να γίνεται έγκαιρα, προτού προκαλέσει έντονα συμπτώματα και ψυχολογικά προβλήματα στο ζευγάρι.
Επίσης, στενή σχέση με τη νόσο έχει, βεβαίως, και ο διαβήτης. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι από νόσο Peyronie πάσχει το 4% έως 20% των ανδρών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Όσον αφορά στους μηχανισμούς που τη διέπουν, αρκετοί επιστήμονες εστιάζουν στο γενετικό υπόβαθρο, στα προβλήματα μεταβολισμού και σε αγγειακές μεταβολές. Πιστεύεται δε ότι ο διαβήτης επιτείνει την ινωτική διαδικασία.
Μια μελέτη διαπίστωσε ότι οι άνδρες που είχαν στυτική δυσλειτουργία λόγω διαβήτη είχαν τέσσερις έως πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες να πάσχουν από νόσο Peyronie, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό», σημειώνει ο δρ Λιβάνιος.
Στα συμπτώματα, περιλαμβάνεται και η διατήρηση της στύσης, ενώ άλλοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα κατά τη διείσδυση, αφού μπορεί να προκληθεί πόνος και στη σύντροφό τους.
Παρότι η νόσος είναι προοδευτική, η εμφάνισή της είναι αιφνίδια. Στην πορεία τα συμπτώματα είτε επιδεινώνονται είτε υποχωρούν χωρίς καμία παρέμβαση είτε παραμένουν σταθερά. Το 40-50% θα επιδεινωθεί, το 12-13% των ασθενών θα βελτιωθεί αυτόματα και το υπόλοιπο θα είναι σχετικά σταθερό.
«Η θεραπεία της νόσου εξαρτάται από την αιτία που την προκαλεί. Υπάρχει μια ποικιλία από του στόματος χορηγούμενων και ενέσιμων θεραπειών που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της, ενώ στις πιο σύγχρονες προσεγγίσεις περιλαμβάνεται η χρήση κρουστικών κυμάτων.
Όταν η κάμψη είναι τόσο έντονη που επηρεάζει τη σεξουαλική ζωή ή όταν έχουν αποτύχει οι συντηρητικές μέθοδοι θεραπείας, συστήνεται η χειρουργική θεραπεία. Στις αποτελεσματικότερες μεθόδους περιλαμβάνεται η τοποθέτηση μοσχεύματος ή ραμμάτων.
Η λήψη της απόφασης για το ποια θεραπεία είναι η καταλληλότερη εξαρτάται τόσο από τη φύση, τη θέση και το μέγεθος της παραμόρφωσης, των διαστάσεων του πέους και της βασικής λειτουργίας στύσης, όσο και από την προτίμηση του κάθε ασθενή», καταλήγει ο δρ Αναστάσιος Λιβάνιος.