Τα εμβόλια κατά του κορονοϊού προστατεύουν από τη βαριά νόσο COVID-19 ωστόσο είναι γνωστό ότι με την πάροδο του χρόνου μειώνεται ο βαθμός προστασίας και η ανοσία, ειδικά για τους πιο ηλικιωμένους, κάτι που εντείνει τη σημασία της τρίτης δόσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η τρίτη δόση του εμβολίου επιφέρει σημαντική και ταχεία, λόγω της πρότερης ανοσολογικής μνήμης, αύξηση των αντισωμάτων κορονοϊού και συγχρόνως αποτρέπει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και την πιθανότητα λοίμωξης έπειτα από έκθεση στον ιό, και τη σοβαρή νόσηση.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σύμφωνα με μελέτη από το Ισραήλ, άτομα που έχουν λάβει την τρίτη δόση έχουν, ανάλογα με την ηλικιακή τους ομάδα, 8 έως 10 φορές λιγότερες πιθανότητες να νοσήσουν σε σχέση με όσους έχουν λάβει τις δύο δόσεις και 20 έως 25 φορές λιγότερες πιθανότητες από τους ανεμβολίαστους.
Παρόμοια είναι τα ποσοστά και για τις πιθανότητες σοβαρής νόσησης και την ανάγκη νοσηλείας λόγω COVID-19. Σύμφωνα με στοιχεία των Κέντρων Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ, η COVID-19 είναι τρεις φορές συχνότερη στους ανεμβολίαστους, ενώ οι εισαγωγές στο νοσοκομείο είναι δύο φορές περισσότερες και οι θάνατοι είναι 7 φορές περισσότεροι σε όσους δεν έχουν εμβολιαστεί.
Το προφίλ των εμβολιασμένων που νοσηλεύονται
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα νεότερα δεδομένα. Ενδιαφέροντα στοιχεία παρουσιάζει μια πρόσφατη μελέτη από τη Νορβηγία σε μορφή προ-δημοσίευσης.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από μια εθνική βάση προοπτικής καταγραφής των νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19 στη Νορβηγία μεταξύ 1ης Φεβρουαρίου και 30ης Σεπτεμβρίου 2021. Από αυτούς που νοσηλεύονταν, οι πλήρως εμβολιασμένοι ήταν σημαντικά μεγαλύτεροι, με διάμεση ηλικία 77 έτη, ενώ οι ανεμβολίαστοι είχαν διάμεση ηλικία ίση με 51 έτη.
Αντίστοιχα, όσοι εμβολιάστηκαν είχαν ήδη σε μεγαλύτερη συχνότητα προδιαθεσικούς παράγοντες βαρύτερης νόσησης, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα (60,7% έναντι 27,3%), καρκίνο (12,6% έναντι 2,8%) και χρόνια αναπνευστικά νοσήματα (19,7% έναντι 5,3%). Οι εμβολιασμένοι ασθενείς είχαν σημαντική μικρότερη διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο καθώς και σημαντικά μικρότερη πιθανότητα εισαγωγής σε μονάδα εντατικής θεραπείας συγκριτικά με τους μη εμβολιασμένους νοσηλευόμενους.