Σάββατο, 23 Νοε.
10oC Αθήνα

Λεύκη: Πώς μπορεί να προληφθεί η εποχική έξαρση των συμπτωμάτων

Λεύκη: Πώς μπορεί να προληφθεί η εποχική έξαρση των συμπτωμάτων

Πρόκληση αποτελεί η διαχείριση της λεύκης την άνοιξη και το καλοκαίρι, αφού τα συμπτώματα των πασχόντων αυτούς τους μήνες επιδεινώνονται.

Ο λόγος είναι ότι όταν το δέρμα γύρω από τις προσβεβλημένες από τη λεύκη περιοχές αρχίζει να σκουραίνει ως αντίδραση στον ήλιο, οι λευκές κηλίδες γίνονται πιο εμφανείς.

Πέραν του αισθητικού προβλήματος, τα ανοιχτότερου χρώματος τμήματα του δέρματος είναι πιο ευαίσθητα στην ηλιακή ακτινοβολία και ευκολότερο να υποστούν εγκαύματα από ότι το υπόλοιπο δέρμα, εάν μείνουν απροστάτευτα.

Αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, η απόλυτη αποφυγή του ήλιου δεν ενδείκνυται, τόσο για την ίδια την πάθηση όσο και για τη συνολική υγεία του οργανισμού, για τη σύνθεση της βιταμίνης D, τα επίπεδα της οποίας είναι χαμηλότερα στους πάσχοντες από λεύκη από τον υπόλοιπο πληθυσμό, αλλά και για την ψυχολογία τους.  

Η ακραία φωτοπροστασία έρχεται σε αντίθεση, άλλωστε, με το γεγονός ότι η φωτοθεραπεία θεωρείται ως το “χρυσό πρότυπο” για τη θεραπεία της λεύκης. Επομένως, η ορθή προσέγγιση για τη διαχείριση των συμπτωμάτων τους είναι η ελεγχόμενη, υπό ιατρικές οδηγίες, έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία (ειδικά όταν ακολουθείται φωτοθεραπεία για τον έλεγχο των συμπτωμάτων) η οποία πρέπει πάντα να γίνεται κατόπιν σωστής χρήσης του ενδεδειγμένου αντηλιακού.

«Η λεύκη προσβάλλει 1 – 2 στους 100 ανθρώπους. Η έναρξη των συμπτωμάτων στο 50% των πασχόντων ξεκινά πριν από την ηλικία των 20 ετών και το 20% αυτών έχουν τουλάχιστον άλλο ένα μέλος στην οικογένειά τους με την πάθηση.  

Πρόκειται για μια δερματοπάθεια που η απώλεια των μελανοκυττάρων, και συνεπώς της μελανίνης, σε διάφορα σημεία του δέρματος προκαλούν κηλίδες πιο ανοιχτού χρώματος από το υπόλοιπο δέρμα. Αυτές εμφανίζονται συχνότερα στο πρόσωπο και τα χείλη, στους καρπούς, στα χέρια και τα πόδια, καθώς και στις περιοχές των γεννητικών οργάνων, τις περισσότερες φορές ομοίως και στις δύο πλευρές του σώματος» εξηγεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.

«Το χρώμα τους εξαρτάται από το βαθμό απώλειας της μελανίνης σε κάθε σημείο του δέρματος. Συνεπώς, μπορεί να είναι διαφορετικό τόσο από κηλίδα σε κηλίδα όσο και εντός της ίδιας κηλίδας. Σε ορισμένους ανθρώπους η απώλεια της μελανίνης είναι καθολική, και πολλές φορές το ενιαίο χρώμα του δέρματος εσφαλμένως ερμηνεύεται ως θεραπευμένη λεύκη.

Στους ανθρώπους με σκουρόχρωμο δέρμα οι κηλίδες είναι εμφανείς καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, σε εκείνους όμως με πιο ανοιχτό δέρμα γίνονται πιο διακριτές όταν το υπόλοιπο δέρμα μαυρίζει από τον ήλιο», συμπληρώνει.

Λόγω της έλλειψης μελανίνης, οι πάσχοντες είναι πιο ευάλωτοι στα ηλιακά εγκαύματα και ο λόγος είναι η απουσία της προστασίας που φυσιολογικά παρέχει η μελανίνη στο δέρμα. Πιο ευαίσθητα είναι τα σημεία όπου το δέρμα είναι λεπτότερο. Επίσης, πέραν της αύξησης του μεγέθους των κηλίδων, μπορούν να γίνουν αιτία εμφάνισης νέων βλαβών.

Το ερώτημα σχετικά με τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν όσοι πάσχουν από λεύκη να εμφανίσουν καρκίνο του δέρματος, παραμένει υπό διερεύνηση.

«Έχοντας ως γενικό κανόνα ότι η έκθεση στις ακτίνες UVA και UVB είναι επιβλαβής για το δέρμα και αυξάνει τις πιθανότητες καρκίνου στον γενικό πληθυσμό, θα περίμενε κανείς ότι η συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων έχει ακόμα περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσει καρκίνο.

Όμως, πραγματοποιούνται έρευνες που δείχνουν ότι πράγματι ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και σε όσους έχουν λεύκη, αλλά μικρότερος, συγκριτικά με εκείνους που δεν πάσχουν από αυτήν» σημειώνει ο κ. Στάμου.

Ενδεικτικά, τα ευρήματα μιας ολλανδικής μελέτης υποστηρίζουν ότι αντιμετωπίζουν 3 φορές μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του δέρματος (συμπεριλαμβανομένου του μελανώματος), απ’ ότι ανάλογων δημογραφικών χαρακτηριστικών άνθρωποι. Οι ερευνητές ωστόσο δεν κατάφεραν να εντοπίσουν την αιτία, δεδομένου ότι αποκλείστηκε η πιθανότητα ο μικρότερος κίνδυνος να οφειλόταν στη μικρότερη έκθεση στον ήλιο ή στη λήψη μέτρων προστασίας των συμμετεχόντων από τον ήλιο.

Επομένως, όσοι έχουν λεύκη δεν πρέπει να φοβούνται την άνοιξη και το καλοκαίρι, αλλά να εκμεταλλευτούν την ηλιοφάνεια προς όφελός τους. Πώς;  

«Η έκθεση στον ήλιο να γίνεται μόνο τις ώρες που οι ακτίνες του ήλιου δεν είναι κάθετες, δηλαδή μέχρι τις 10:00 και μετά τις 17:00 και πάντα με τη χρήση αντηλιακών υψηλής προστασίας, κατά προτίμηση ορυκτών τα οποία χρησιμοποιούν οξείδιο ψευδαργύρου ή τιτανίου για να εκτρέψουν τις ακτίνες του ήλιου και όχι χημικών που μπορεί να προκαλέσουν ερεθισμούς. Η αρχική εφαρμογή να γίνεται 20 λεπτά πριν από την έκθεση στον ήλιο και να επαναλαμβάνεται ανά 2ωρο ή συχνότερα όταν ο χρήστης ιδρώνει ή κολυμπάει. Προσοχή να δίδεται στην ομοιόμορφη και πλήρη επάλειψη του σώματος.

Τις υπόλοιπες ώρες να χρησιμοποιούνται καπέλα και γυαλιά που προστατεύουν το δέρμα από την άμεση έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, καθώς και μακριά, ελαφρά, άνετα ρούχα που το καλύπτουν, όπως άλλωστε ισχύει για όλους.

Σημαντικό ρόλο έχει αποδειχθεί ότι παίζει και η διατροφή. Τροφές πλούσιες σε βιταμίνη Β12 και φυλλικό οξύ ή συμπληρώματα διατροφής με αυτά τα συστατικά έχει βρεθεί, από το Πανεπιστήμιο της Ουψάλα, ότι βοηθούν στην επαναμελάγχρωση μετά από έκθεση του δέρματος στον ήλιο.

Το πιο σημαντικό όμως βήμα στον έλεγχο των συμπτωμάτων είναι ο σταδιακός επαναχρωματισμός των κηλίδων πριν από την έκθεση στον ήλιο, με φωτοθεραπεία με μονοχρωματικό φως στενού φάσματος. Αυτή η θεραπεία πραγματοποιείται με τη χρήση του, εγκεκριμένου από τον FDA, Excimer Light, που αφενός καταστέλλει την επίθεση που πραγματοποιεί ο οργανισμός ενάντια στα ίδια του τα μελανοκύτταρα και αφετέρου ενεργοποιεί τη μετανάστευση των μελανοκυττάρων σε περιοχές όπου το δέρμα εμφανίζει κηλίδες, διεγείροντας τη σύνθεση μελανίνης σε αυτές.  

Οι ασθενείς μετά από 2 ή 3 αγωγές ανά εβδομάδα για μερικές εβδομάδες έχουν μικρότερη διαφορά χρώματος μεταξύ των κηλίδων και του υπόλοιπου δέρματος, και λιγότερες πιθανότητες εμφάνισης νέων με την έκθεσή τους στον ήλιο.

Είναι μια εξαιρετική θεραπεία που τα αποτελέσματά της γίνονται εμφανή μετά τη 10η συνεδρία και μπορεί να διαρκέσουν 1 χρόνο ή και περισσότερο, οπότε και επαναλαμβάνεται», καταλήγει ο δρ Χρήστος Στάμου.

Υγεία Τελευταίες ειδήσεις