Διαπιστώθηκε ότι τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα των εγκύων γυναικών με διαβήτη και ο ΔΜΣ (Δείκτης Μάζας Σώματος) τους διαδραματίζει καίριο ρόλο στο φαινόμενο της θνησιγένειας.
Παράλληλα φάνηκε ότι το ένα τρίτο της θνησιγένειας συνέβη σε εγκυμοσύνες που ολοκλήρωσαν τους 9 μήνες.
Στην παρούσα έρευνα, που έγινε από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης και δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Diabetologia» εξετάστηκαν 5.392 βρέφη που γεννήθηκαν από 3.847 μητέρες με διαβήτη στη Σκωτία από τον Απρίλιο του 1998 έως τον Ιούνιο του 2016.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι γυναίκες με διαβήτη τύπου 1 ήταν τρεις φορές πιο πιθανό να γεννήσουν ένα θνησιγενές βρέφος ενώ εκείνες με διαβήτη τύπου 2 είχαν τετραπλάσιες πιθανότητες.
Συγκεκριμένα, τα ποσοστά των θνησιγενών βρεφών ήταν 16,1 στις 1.000 γεννήσεις για εκείνες που είχαν διαβήτη τύπου 1 ενώ για τις γυναίκες με διαβήτη τύπου 2 ήταν 22,9 στις 1.000. Στο γενικό πληθυσμό θνησιγένεια παρατηρείται σε 4,9 στις 1.000 γεννήσεις. Σε μεγαλύτερο κίνδυνο βρίσκονται τα υπέρβαρα και τα λιποβαρή βρέφη.
Η δρ. Έμιλι Μπερν, επικεφαλής του φιλανθρωπικού οργανισμού «Diabetes», στη Βρετανία, τονίζει την ανάγκη στήριξης των γυναικών ώστε αυτές να ρυθμίζουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους όταν πρόκειται να μείνουν έγκυες και υποστηρίζει ότι είναι πιο ασφαλές για τις υπέρβαρες γυναίκες με διαβήτη τύπου 2 να χάσουν κιλά.
Η δρ. Σάρον Μάκιν, που διεξήγαγε τη μελέτη δήλωσε ότι «είναι ζωτικής σημασίας για τους επαγγελματίες υγείας να βρουν καλύτερους τρόπους να στηρίξουν τις γυναίκες στην γόνιμη ηλικία για να ρυθμίσουν τα βάρος και το σάκχαρο, ώστε όταν ξεκινούν μια εγκυμοσύνη να είναι πιο καλά προετοιμασμένες».
Η ίδια επίσης προσθέτει ότι πρέπει να γίνουν περαιτέρω έρευνες για να διερευνηθεί ποιος είναι ο καταλληλότερος χρόνος τοκετού για τις γυναίκες με διαβήτη, καθώς έχει παρατηρηθεί ότι στα πρόωρα βρέφη τα ποσοστά θνησιγένειας είναι μειωμένα.