Τα ανοιχτά παπούτσια είναι η πλέον αγαπημένη επιλογή το καλοκαίρι στη χώρα μας, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν. Οι σαγιονάρες, τα πέδιλα, τα σανδάλια έχουν την τιμητική τους, αφού το δέρμα του ποδιού αναπνέει, εμποδίζοντας την ανάπτυξη ζέστης, υγρασίας και… μυκήτων.
Ειδικά οι σαγιονάρες φοριούνται όλες τις ώρες της μέρας – στις βόλτες στην πόλη, στις εκδρομές στην εξοχή, στις εξορμήσεις στην παραλία. Δεν είναι, όμως, τόσο αθώες όσο πιστεύουμε. Μπορεί να γίνουν οι ίδιες αιτία μολύνσεων στο δέρμα και στα νύχια, εάν δεν ακολουθούνται κάποιοι βασικοί κανόνες.
«Οι σαγιονάρες είναι ένα στυλ υποδήματος που είναι απαραίτητο το καλοκαίρι. Όλοι ξέρουμε ότι προστατεύουν από τους μικροοργανισμούς που αναπτύσσονται δίπλα στο νερό, όπως στην άμμο, στις πισίνες και στα κοινόχρηστα αποδυτήρια και ντους των γυμναστηρίων. Έχουμε μάθει να μην πατάμε πουθενά χωρίς αυτές, αφού μας ενδιαφέρει η υγεία του δέρματος των ποδιών και των νυχιών μας.
Παρόλα αυτά δεν είναι απολύτως ασφαλείς. Αφήνουν εκτεθειμένα τα πόδια σε κάθε είδους βρωμιά, βακτήρια και μύκητες, τα οποία εάν βρουν τις κατάλληλες συνθήκες, δηλαδή ζέστη και υγρασία, μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές λοιμώξεις που για να καταπολεμηθούν απαιτείται πολύς χρόνος, υπομονή και επιμονή», προειδοποιεί ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος δρ Χρήστος Στάμου.
Για να διαπιστώσουν τι θα μπορούσαν να “κολλήσουν” φορώντας σαγιονάρες, δύο δημοσιογράφοι της New York Daily News φόρεσαν ολοκαίνουργιες, λαστιχένιες σαγιονάρες στο Coney Island, στο Prospect Park και στο μετρό για λιγότερο από μια εβδομάδα. Διαπιστώθηκε ότι συγκέντρωσαν σχεδόν 14.000 είδη βακτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του σταφυλόκοκκου. Επίσης, μελέτες έχουν βρει ότι οι περισσότερες σαγιονάρες μολύνονται με βακτήρια που υπάρχουν στα κόπρανα, όπως το E. coli (κολοβακτηρίδιο).
Το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένες είναι ο υπ’ αριθμόν 1 λόγος που ευνοεί την ανάπτυξη των μικροοργανισμών. Ενώ επιτρέπουν στο πάνω μέρος του άκρου ποδός να εκτίθεται στον αέρα, να μειώνει θερμοκρασία και να εξατμίζεται η όποια υγρασία δημιουργείται, ορισμένες κατασκευάζονται από υλικά που προκαλούν υπερθέρμανση και εφίδρωση, τις δύο συνθήκες δηλαδή που χρειάζονται οι μύκητες για να πολλαπλασιαστούν.
Για τον λόγο αυτό οι σαγιονάρες από πλαστικό ή συνθετικό υλικό θα πρέπει να αποφεύγονται και να αντικαθιστώνται από όσες κατασκευάζονται από φυσικά υλικά, όπως από δέρμα ή φυσικό καουτσούκ (υπάρχει και συνθετικό). Όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται παντόφλες από ύφασμα, π.χ. μέσα στο σπίτι.
Επιπλέον, εκείνες που είναι φτιαγμένες από πλαστικό περιέχουν συχνά βλαβερές ουσίες που μπορεί να προκαλέσουν ερεθισμούς του δέρματος (π.χ. λάτεξ) ακόμα και καρκίνο [δισφαινόλη-Α (BPA)]. Όσο μεγαλύτερο είναι το μέρος του δέρματος που έρχεται σε επαφή με αυτά, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος.
Χαρακτηριστική ένδειξη ότι στις σαγιονάρες έχουν αναπτυχθεί μύκητες και βακτήρια είναι η άσχημη οσμή τους. Ο ιδρώτας, τα κύτταρα του δέρματος και οποιοδήποτε άλλο οργανικό υλικό μέσα σε αυτές διασπώνται από τα μικρόβια, δημιουργώντας πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs) που εκπέμπουν μια δυσάρεστη οσμή.
Τα συχνότερα βακτήρια που προκαλούν δυσοσμία είναι ο Σταφυλόκοκκος της επιδερμίδας (Staphylococcus epidermidis), το Micrococcus sedentarius, ο μύκητας Candida albicans και ο Aspergillus niger. Ο τελευταίος αναδύει μια μυρωδιά μούχλας.
Αυτοί οι μικροοργανισμοί εισχωρούν στο δέρμα από μικρορωγμές του, οι οποίες είναι εύκολο να δημιουργηθούν αφού τα πόδια δεν έχουν καμία προστασία. Για παράδειγμα, ο ιμάντας της σαγιονάρας μεταξύ των δύο πρώτων δακτύλων μπορεί να τραυματίσει το δέρμα, σε οποιοδήποτε σημείο του μήκους του, και να “ανοίξει την πόρτα” σε αυτούς.
Η πιο συχνή μυκητιασική λοίμωξη είναι η δερματοφυτίαση πελμάτων (Tinea pedis), γνωστότερη ως «Πόδι του Αθλητή». Ο μύκητας ευδοκιμεί σε ζεστά, υγρά περιβάλλοντα και αναλόγως του σημείου που θα μολύνει το δέρμα εμφανίζονται συμπτώματα στα πέλματα και γύρω από τα νύχια.
Κυρίως, όμως, η μυκητιασική λοίμωξη εμφανίζεται ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών και συχνότερα το δέρμα μεταξύ του τέταρτου και του πέμπτου δακτύλου. Η μόλυνση προκαλεί αλλαγές στο χρώμα και την υφή του δέρματος, συμπεριλαμβανομένου του σκασίματος και της απολέπισης, του κνησμού και της αίσθησης καύσου.
Όταν μολύνει τις φτέρνες, οι πάσχοντες αρχίζουν να πονούν και λίγες μέρες μετά το δέρμα γίνεται παχύτερο και δημιουργεί ρωγμές. Σπανιότερα ο μύκητας μπορεί να προκαλέσει φουσκάλες με υγρό, οπουδήποτε στο πέλμα και σπανιότατα έλκη. Φυσικά, οι μυκητιασικές λοιμώξεις των ποδιών μπορούν να μεταδοθούν και στα χέρια.
«Για τις μυκητιάσεις των νυχιών ευθύνονται ορισμένα είδη δερματόφυτων και νηματοειδών μυκήτων. Μπορεί να προκαλέσουν ξεκόλλημα του νυχιού, πάχυνσή του και δυσχρωμία. Άλλα είδη επηρεάζουν επιφανειακά το νύχι και άλλα υπονύχια.
Η διάγνωση της ύπαρξης μυκήτων στο δέρμα και στα νύχια των ποδιών γίνεται αρχικά από τον δερματολόγο μέσω κλινικής εξέτασης, αλλά απαιτείται και η λήψη δείγματος, η μικροσκοπική εξέταση και η καλλιέργειά του για την ταυτοποίηση του είδους που έχει προκαλέσει τη λοίμωξη. Είναι μια χρονοβόρα διαδικασία (μπορεί να διαρκέσει 2-3 εβδομάδες), η οποία, όμως, είναι απαραίτητη για τον καθορισμό της φαρμακευτικής θεραπείας.
Η αγωγή μπορεί να είναι τοπική – έχουμε στη διάθεσή μας αρκετά φάρμακα σε μορφή κρέμας, αλοιφής, λοσιόν, σκόνης κ.ά. Υπάρχουν περιπτώσεις που απαιτούν τη λήψη φαρμάκων από το στόμα, πάντα υπό την επίβλεψη γιατρού, λόγω των πιθανών παρενεργειών τους και αλληλεπιδράσεών τους με άλλα φάρμακα. Τις περισσότερες φορές χρειάζεται πολύμηνη θεραπεία και γι’ αυτό οι ασθενείς πρέπει να είναι οπλισμένοι με υπομονή και να ακολουθούν απαρεγκλίτως τις οδηγίες του γιατρού» εξηγεί.
«Για την ονυχομυκητίαση, τα τελευταία χρόνια η εφαρμογή λέιζερ έχει φέρει επανάσταση, καθώς μπορεί να θεραπεύσει γρηγορότερα και χωρίς να κινδυνεύει ο ασθενής από τις τυχόν παρενέργειες φαρμάκων. Γι’ αυτό είναι κατάλληλα όχι μόνο για τα παιδιά αλλά και για τις γυναίκες που εγκυμονούν. Για τις δύσκολες περιπτώσεις, η εφαρμογή λέιζερ μπορεί να συνδυαστεί με τοπική ή αγωγή από το στόμα ακόμα και με φωτοθεραπεία.
Ενώ οι μυκητιασικές λοιμώξεις των ποδιών από δερματόφυτα δεν είναι επικίνδυνες για τη ζωή, μπορεί να ταλαιπωρήσουν τους ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς. Πρέπει οπωσδήποτε να θεραπεύονται όχι μόνο για την αισθητική αποκατάσταση, αλλά και γιατί προκαλούν λύσεις της συνέχειας του δέρματος και ευκαιρία για είσοδο βακτηρίων που είναι επικίνδυνα για τον οργανισμό. Για τη συντηρητική αντιμετώπιση των τελευταίων απαιτείται αντιμικροβιακή ή αντιβιοτική αγωγή.
Το καλοκαίρι λοιπόν, προκειμένου να αποφευχθεί η μόλυνση, θα πρέπει οι σαγιονάρες να είναι κατασκευασμένες από φυσικά υλικά, να μην φοριούνται για πολλές ώρες ή μέρες αλλά να εναλλάσσονται με άλλες. Το σχέδιό τους πρέπει να επιτρέπει τον αερισμό του πέλματος (όχι αυτά με υπερυψωμένες άκρες και βαθύτερο πάτο).
Να πλένονται καθημερινά με σαπούνι και νερό, δίνοντας έμφαση στα μικρά σκισίματα και στα σημεία που ενώνονται τα λουράκια με τη βάση της σαγιονάρας, και να αφήνονται να στεγνώσουν εντελώς στον αέρα πριν φορεθούν ξανά. Εάν έχουν αναπτυχθεί μύκητες, είναι προτιμότερο να αντικαθιστώνται ή, εάν δεν είναι αυτό εφικτό, να εφαρμόζεται σπρέι σε αυτές που σταματά την ανάπτυξη μικροβίων. Να αποθηκεύονται σε καλά αεριζόμενο χώρο χωρίς υγρασία.
Εξυπακούεται ότι ο τακτικός καθαρισμός των ποδιών είναι απαραίτητος για την αποτροπή ανάπτυξης μικροβίων, ιδίως εάν έχουν ιδρώσει ή έχουν φορεθεί σε βρώμικα μέρη, όπως, για παράδειγμα, στον δρόμο», καταλήγει ο δρ Στάμου.