Όσοι χρησιμοποιούσαν συστηματικά ξύλα ή κάρβουνα για το μαγείρεμα, είχαν κατά μέσο όρο 36% μεγαλύτερη πιθανότητα εισαγωγής στο νοσοκομείο ή πρόωρου θανάτου λόγω αναπνευστικής πάθησης. Τι δείχνουν τα στοιχεία νέα έρευνας.
Η χρήση κάρβουνων ή ξύλων για το μαγείρεμα σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εισαγωγής στο νοσοκομείο ή και πρόωρου θανάτου λόγω σοβαρών αναπνευστικών παθήσεων, σύμφωνα με μια νέα κινεζο-βρετανική επιστημονική έρευνα.
Περίπου τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, κυρίως σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, μαγειρεύουν συστηματικά με ξύλα ή κάρβουνα. Σε αυτούς πρέπει να προστεθούν όσοι στις ανεπτυγμένες χώρες κάνουν περιστασιακά κάτι ανάλογο (π.χ. μπάρμπεκιου), αλλά και όσοι στην επαρχία έχουν κρατήσει αυτή τη συνήθεια πιο συστηματικά.
Τα μικροσκοπικά σωματίδια από την καύση ξύλων και κάρβουνων μπορούν να εισχωρήσουν βαθιά στους πνεύμονες και να προκαλέσουν ή να επιδεινώσουν αναπνευστικές παθήσεις. Οι ερευνητές της Κινεζικής Ακαδημίας Επιστημών και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “American Journal of Respiratory and Critical Care Medicine” της Αμερικανικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 280.000 ανθρώπους ηλικίας 30 έως 79 ετών, οι οποίοι στην αρχή της μελέτης δεν είχαν καμία αναπνευστική πάθηση.
Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν σε βάθος εννέα ετών, στη διάρκεια των οποίων σχεδόν 20.000 εισήχθησαν σε νοσοκομείο ή πέθαναν από κάποια σοβαρή αναπνευστική πάθηση (οι 10.550 από άσθμα ή χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια-ΧΑΠ και οι 7.320 από πνευμονία και άλλες οξείες λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος).\
Διαπιστώθηκε ότι όσοι χρησιμοποιούσαν συστηματικά ξύλα ή κάρβουνα για το μαγείρεμα, είχαν κατά μέσο όρο 36% μεγαλύτερη πιθανότητα εισαγωγής στο νοσοκομείο ή πρόωρου θανάτου λόγω αναπνευστικής πάθησης, σε σχέση με όσους χρησιμοποιούσαν ηλεκτρικό ρεύμα ή αέριο. Όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσαν τα ξύλα ή τα κάρβουνα, τόσο μεγαλύτερος ήταν ο κίνδυνος. Έτσι, όσοι έκαναν χρήση ξύλων ή κάρβουνων για πάνω από 40 χρόνια, είχαν 54% μεγαλύτερο κίνδυνο.