Αλλοίωση της αισθητικής αλλά και εμφάνιση λειτουργικών προβλημάτων είναι τα αποτυπώματα που αφήνει μερικές φορές ο χρόνος στη μύτη.
Σε αντίθεση με τα οστά, που παύουν να αναπτύσσονται μετά την εφηβεία, η μύτη ανήκει στους σωματικούς ιστούς που συνεχίσουν να αλλάζουν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής.
Όσο περνούν τα χρόνια οι δομές τείνουν να χάνουν τη δύναμή τους, το δέρμα να χαλαρώνει και η μύτη να αλλάζει σχήμα, μέγεθος και όγκο, ακολουθώντας… τη βαρύτητα. Η εξέλιξη αυτή έχει επιπτώσεις τόσο στην εξωτερική εμφάνιση, όσο και στην αναπνοή, επηρεάζοντας την ψυχολογία και την υγεία των ανθρώπων άνω των 50 ετών.
Τα τελευταία χρόνια οι θεραπείες για την αποκατάσταση των συγκεκριμένων φυσιολογικών αλλαγών έχουν εξελιχθεί και πλέον οι γιατροί έχουν στη φαρέτρα τους μια ποικιλία υλικών και τεχνικών, συντηρητικών αλλά και επεμβατικών, που δίνουν τη δυνατότητα επιτυχούς αντιμετώπισης, απαλλάσσοντας από τις συνέπειες όσους η φύση δεν φέρθηκε με επιείκεια.
«Οι μεσήλικες μπορεί να δουν τη μύτη τους να μεγεθύνεται σημαντικά – στους άνδρες η αύξηση φθάνει περίπου στο 30% του αρχικού όγκου της και στις γυναίκες στο 20%. Ακόμα κι αν η μύτη κάποιου είχε τις ιδανικές αναλογίες για το μέγεθος και το σχήμα του προσώπου κατά την εφηβεία και τα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής, μετά από τα 45 – 50 μπορεί να αρχίσει να φαίνεται μεγάλη, βολβοειδής ή μακριά.
Ενδέχεται, επίσης, να λειτουργεί διαφορετικά, καθώς η ροή του αέρα μπορεί να μεταβληθεί όσο η μύτη αλλάζει σχήμα. Επομένως, δημιουργούνται και λειτουργικά προβλήματα, αφού η δυσκολία αναπνοής από τη μύτη μπορεί να έχει αντίκτυπο στη συνολική υγεία του ατόμου, δεδομένου ότι ο αέρας που εισπνέουμε φιλτράρεται και θερμαίνεται από αυτήν», εξηγεί ο Γεώργιος Βελημβασάκης, MD, FEBOPRAS, Πλαστικός Επανορθωτικός και Αισθητικός Χειρουργός.
Μια από τις αλλαγές που μπορεί να επιφέρει ο χρόνος στη μύτη είναι στο δέρμα της, το οποίο χάνει την ελαστικότητά του, μπορεί να γίνει λεπτότερο ή παχύτερο, ανάλογα με την περίπτωση, και να παρουσιαστούν μεταβολές του σμήγματος και της ενυδάτωσης.
Επίσης, το ακρορίνιο γίνεται συνήθως μεγαλύτερο με την απώλεια της στήριξης, παρουσιάζεται οξύτερη ρινοχειλική γωνία (η απόσταση που χωρίζει το πάνω χείλος από την άκρη της μύτης) και βλέποντας ανφάς το πρόσωπο παρατηρείται μειωμένη όραση των ρουθουνιών.
Με την πάροδο του χρόνου και κυρίως σε άτομα με λεπτά μαλακά μόρια, ο λιπώδης ιστός τείνει να μειώνεται, προκαλώντας την έκθεση του χόνδρου και το οστού, φαινόμενο που δημιουργεί μια ακόμη αποστεωμένη και γερασμένη όψη. Σε άλλους ανθρώπους, οι σμηγματογόνοι αδένες διογκώνονται, δημιουργώντας μια πλατύτερη βάση μύτης.
Ενώ αυτή η διαδικασία μπορεί να είναι απολύτως φυσιολογική, για κανέναν δεν είναι ευχάριστη. Και αυτό γιατί οι αλλαγές αυτές ενδεχομένως να προκαλέσουν ανισορροπία με το υπόλοιπο πρόσωπο, να χαθεί η αρμονία των χαρακτηριστικών, με συνέπεια το σύνολο να είναι λιγότερο ελκυστικό.
Η εξέλιξη είναι πιθανόν να επηρεάσει αρνητικά την αυτοπεποίθηση του ατόμου. Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτής της ηλικίας αναζητούν και υιοθετούν λύσεις που θα αποκαταστήσουν την ισορροπία των χαρακτηριστικών του προσώπου τους.
Άλλωστε, οι διορθωτικές επιλογές που υπάρχουν για όσους είναι δυσαρεστημένοι με την εμφάνιση της μύτης τους, όπως αυτή διαμορφώθηκε λόγω της γήρανσης, είναι πολλές.
Η ρινοπλαστική θεωρείται παραδοσιακά η καταλληλότερη λύση για εκείνους που επιθυμούν να αποκαταστήσουν την εμφάνισή τους αλλά και να επαναφέρουν τη λειτουργικότητά της. Η επέμβαση αυτή μπορεί να αλλάξει το μήκος της μύτης, το πλάτος της στη γέφυρα ή στο ακρορίνιο, να μικρύνει τα μεγάλα και πλατιά ρουθούνια και να φέρει την συμμετρία και την αρμονία στο πρόσωπο.
«Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί σημαντική εξέλιξη στον χώρο της ρινοπλαστικής. Οι σύγχρονες τεχνικές προσφέρουν 100% φυσικό αποτέλεσμα, δεν αφήνουν σημάδια, αποκαθιστούν αισθητικές και λειτουργικές ανάγκες ταυτόχρονα, ελαχιστοποιούν τον τραυματισμό των ιστών αλλά και την πιθανότητα επιπλοκών.
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό εκ των προτέρων, αφού προεγχειρητικά λαμβάνονται φωτογραφίες με ειδικό φωτισμό και από πολλαπλές γωνίες, οι οποίες αναλύονται για να σχεδιαστεί το χειρουργικό πλάνο, αποκλείοντας έτσι τη μετεγχειρητική “έκπληξη” του ατόμου που επιλέγει τη ρινοπλαστική.
Υπάρχει, επίσης, η δυνατότητα πραγματοποίησης αυξητικής ρινοπλαστικής, χρησιμοποιώντας αυτόλογα μοσχεύματα για την καλύτερη στήριξη της μύτης, ανασήκωσης του ακρορινίου και διόρθωσης της ράχης της, αλλά και διόρθωσης ανατομικών ανωμαλιών που εμπόδιζαν πάντα την αναπνοή του ασθενή, όπως π.χ. ένα στραβό διάφραγμα.
Ομολογουμένως, όμως, στους ασθενείς αυτών των ηλικιών οι χειρουργικές τεχνικές είναι πιο δύσκολες, συγκριτικά με τα νεαρά άτομα, καθώς οι ιστοί τους είναι πιο ευαίσθητοι και οι πιθανές δότριες περιοχές (όταν απαιτούνται μοσχεύματα) λιγότερες. Παρόλα αυτά η τάση τα τελευταία χρόνια είναι οι μεσήλικες, αλλά και οι ηλικιωμένοι ασθενείς, να επιλέγουν τη ρινοπλαστική ως τρόπο διόρθωσης των προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί από τη γήρανση», επισημαίνει ο κ. Βελημβασάκης.
«Εκτός από τη ρινοπλαστική, από το 2008 έχουν κάνει την είσοδό τους και άλλοι τρόποι αποκατάστασης των επιπτώσεων της γήρανσης στη μύτη, δίνοντας τη δυνατότητα στους ανθρώπους που δεν επιθυμούν επεμβατικές θεραπείες να αποκτήσουν νεανικότερο πρόσωπο.
Έτσι, αυτοί που βρίσκονται στην πιο παραγωγική περίοδο της ζωής τους και δεν έχουν τον χρόνο να απομακρυνθούν από τα καθήκοντά τους μπορούν να ανανεώσουν την εμφάνιση της γερασμένης μύτης τους με μικρότερης επεμβατικότητας θεραπείες, όπως με fillers, botox, laser ή τοποθέτηση νημάτων. Αυτές οι θεραπείες είναι επίσης κατάλληλες για την πρόληψη της γήρανσης, αλλά και ως συμπληρωματικές θεραπείες μετά από τη χειρουργική επέμβαση.
Ωστόσο, παρότι αποτελούν συχνές επιλογές στην αισθητική πρακτική, θα πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο από ειδικούς ιατρούς, αφού για την επίτευξη επιτυχημένων και ασφαλών διορθώσεων απαιτούνται γνώσεις της ανατομίας της μύτης και υψηλές τεχνικές δεξιότητες», καταλήγει ο Γεώργιος Βελημβασάκης.