Η απώλεια ακοής είναι σύμπτωμα μιας ποικιλίας παθήσεων που επηρεάζουν το όργανο ακοής ή τη νευρική σύνδεσή του με τον εγκέφαλο.
«Μπορεί να προκαλείται από προβλήματα που επηρεάζουν τη μετάδοση του ήχου μέσω του τυμπάνου και των οστών της ακοής (οστάρια) προς το αισθητήριο όργανο της ακοής που ονομάζεται κοχλίας (βαρηκοΐα αγωγιμότητας) ή μπορεί να οφείλεται σε προβλήματα στον κοχλία και στο ακουστικό νεύρο, το οποίο συνδέει τον κοχλία με τον εγκέφαλο (νευροαισθητήριος βαρηκοΐα)», εξηγεί ο Γεώργιος Κωνσταντινίδης Ωτορινολαρυγγολόγος, Διευθυντής Δ΄ Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής, Κλινική Χειρουργικής Κεφαλής και Τραχήλου Metropolitan General.
Τι προκαλεί απώλεια ακοής;
«Στα παιδιά», συμπληρώνει «ο συνηθέστερος τύπος απώλειας ακοής είναι η βαρηκοΐα αγωγιμότητας. Αυτή συνήθως οφείλεται σε παγίδευση υγρού πίσω από το τύμπανο του αυτιού. Σπάνια, τα παιδιά μπορεί να γεννηθούν με κακώς σχηματισμένα οστάρια του μέσου ωτός ή οι δομές αυτές μπορεί να καταστραφούν από μολύνσεις του αυτιού.
Η βαρηκοΐα αγωγιμότητας στους ενήλικες είναι λιγότερο συχνή, αλλά μπορεί να οφείλεται σε προβλήματα με τα οστάρια της ακοής ή περιστασιακά σε συλλογή υγρού πίσω από το τύμπανο. Η έντονη συσσώρευση κεριού στον ακουστικό πόρο μπορεί επίσης να προκαλέσει ήπια βαρηκοΐα αγωγιμότητας.
Μία χρόνια ωτίτιδα που βλάπτει τα οστάρια μπορεί να οδηγήσει σε βαρηκοΐα αγωγιμότητας μέσω σχηματισμού χολοστεατώματος, στην περίπτωση του οποίου μολυσμένο δέρμα αναπτύσσεται γύρω από τα οστάρια. Αυτό μπορεί να περιορίσει την κίνηση των οσταρίων ή ακόμη και να βλάψει τη δομή και τις συνδέσεις τους.
Υπάρχουν και άλλες παθήσεις που μπορεί να επηρεάσουν τα οστάρια, για παράδειγμα το οστό του αναβολέα μπορεί να προσκολληθεί στο γύρω οστό, γεγονός που εμποδίζει τη μετάδοση του ήχου. Αυτή είναι μια κατάσταση που ονομάζεται ωτοσκλήρυνση.
Η νευροαισθητήρια απώλεια ακοής οφείλεται σε απώλεια των κυττάρων που αντιλαμβάνονται τον ήχο στον κοχλία (τριχωτά κύτταρα) ή σε βλάβη του νεύρου που μεταφέρει τα σήματα ακοής στον εγκέφαλο. Υπάρχουν πολλές αιτίες αυτού του τύπου απώλειας ακοής.
Η απώλεια ακοής στους ηλικιωμένους ανθρώπους είναι νευροαισθητήρια και οφείλεται στην απώλεια των τριχωτών κυττάρων με τη γήρανση. Είναι η συνηθέστερη αιτία απώλειας ακοής στους ενήλικες. Η νευροαισθητήρια απώλεια μπορεί επίσης να οφείλεται σε υπερβολική έκθεση σε θόρυβο, επαγγελματικό ή στα πλαίσια αναψυχής. Άλλες αιτίες νευροαισθητηρίου βαρηκοΐας είναι η φαρμακευτική ωτοτοξικότητα και ορισμένες λοιμώξεις.
Τα παιδιά μπορεί επίσης να πάσχουν από νευροαισθητήρια βαρηκοΐα και για ορισμένα από αυτά πρόκειται για κληρονομική διαταραχή που μπορεί να υπάρχει ακόμη και κατά τη γέννηση. Μπορεί να ποικίλλει από ήπια απώλεια ακοής έως κώφωση.
Τέλος, η απώλεια ακοής μπορεί να οφείλεται σε ένα συνδυασμό νευροαισθητήριας βαρηκοΐας και βαρηκοΐας αγωγιμότητας, οπότε στην περίπτωση αυτή η βαρηκοΐα χαρακτηρίζεται μικτού τύπου.
Ορισμένοι τύποι νευροαισθητήριας απώλειας ακοής απαιτούν επείγουσα θεραπεία. Ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλή εάν:
• Χάνετε την ακοή σας ξαφνικά, δηλαδή μέσα σε λίγες μόνο ώρες ή ημέρες
• Εάν η απώλεια ακοής σας συνδέεται με εκκρίσεις από το αυτί, ζάλη ή πόνο στο αυτί»
Ποια είναι τα συμπτώματα;
Οι περισσότεροι ενήλικες αρχίζουν για πρώτη φορά να παρατηρούν δυσκολία στο να παρακολουθούν μία συζήτηση όταν υπάρχει θόρυβος στο παρασκήνιο ή όταν μιλούν περισσότερα από ένα άτομα. Αναγκάζονται επίσης να δυναμώνουν πολύ την ένταση της τηλεόρασης.
Ο βαρήκοος συχνά απομονώνεται και περιορίζει τις κοινωνικές του συναναστροφές. Τα βαρήκοα παιδιά μπορεί να εμφανίζονται απρόσεκτα και άτακτα, να αγνοούν τις οδηγίες και να αυξάνουν την ένταση της τηλεόρασης. Τα μικρά παιδιά με καθυστερημένη παραγωγή λόγου πρέπει πάντα να αξιολογούνται για απώλεια ακοής.
Διάγνωση και θεραπεία
Η διάγνωση γίνεται από έναν ΩΡΛ ιατρό, ο οποίος θα είναι σε θέση να εξετάσει λεπτομερώς τα αυτιά σας με βοήθεια μικροσκοπίου και να διενεργήσει τις απαραίτητες ακοολογικές εξετάσεις που θα οδηγήσουν στη διάγνωση. Ειδικές ακοολογικές εξετάσεις πρέπει να γίνονται σε όλα τα νεογέννητα, πριν βγουν από το μαιευτήριο.
«Οι εξετάσεις βοηθούν στον καθορισμό της φύσης και της σοβαρότητας της βαρηκοΐας. Η απώλεια ακοής διαβαθμίζεται σε ήπια, μέτρια, μεγάλη και σοβαρή. Η θεραπεία εξαρτάται από τη σοβαρότητα και τον τύπο της βαρηκοΐας.
Στην βαρηκοΐα αγωγιμότητας μπορεί να υπάρχει λοίμωξη ή και κάποια άλλη νόσος που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει χειρουργική επέμβαση, τόσο για την αντιμετώπιση της λοίμωξης όσο και για την αποκατάσταση της ακοής» διευκρινίζει ο ειδικός.
Σε πολλές περιπτώσεις, συνιστάται η χρήση ακουστικών βαρηκοΐας. Αυτά κυκλοφορούν σε διάφορα μεγέθη και τύπους για να ταιριάζουν σε διαφορετικούς χρήστες και ακουστικές ανάγκες. Η τεχνολογία στα ακουστικά βαρηκοΐας βελτιώνεται συνεχώς ώστε να είναι πιο διακριτικά και να προσφέρουν καλύτερη ποιότητα ήχου.
Για ορισμένους ασθενείς με συγκεκριμένους τύπους απώλειας ακοής μπορεί να συνιστάται η χειρουργική εμφύτευση ακουστικών συσκευών. Οι συσκευές αυτές περιλαμβάνουν ακουστικά βαρηκοΐας που προσαρμόζονται στα οστάρια και κοχλιακά εμφυτεύματα.
«Συμπερασματικά, υπάρχει διαθέσιμη λύση αποκατάστασης της ακοής σχεδόν για όλους όσους έχουν προβλήματα ακοής. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η έγκαιρη αποκατάσταση της ακοής στους ηλικιωμένους, καθώς έρευνες των τελευταίων ετών δείχνουν πως η βαρηκοΐα είναι ο σημαντικότερος τροποποιήσιμος παράγοντας που οδηγεί σε άνοια», καταλήγει ο κ. Κωνσταντινίδης.