Συχνά οι γυναίκες παραπονιούνται στον γυναικολόγο τους για απώλεια μεγάλης ποσότητας αίματος κατά την έμμηνο ρύση (περίοδο). Οι αιμορραγίες αυτές μπορεί να απασχολούν τις γυναίκες για αρκετό καιρό προτού ζητήσουν τη βοήθεια του γιατρού τους, παρότι υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής τους.
«Γενικότερα, μπορούμε να διαχωρίσουμε τις αιμορραγίες σε αυτές όπου βρίσκουμε το γενεσιουργό αίτιο της αιμορραγίας και στις “ιδιοπαθείς”. Αρχικά ο γυναικολόγος θα πάρει ένα καλό ιστορικό της ασθενούς.
Το πλήρες γυναικολογικό ιστορικό, οι πιθανές ασθένειες και τα φάρμακα που λαμβάνει η ασθενής, μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για τη διάγνωση και την πιθανή λύση του προβλήματος. Διαταραχές της πήξης του αίματος, η λήψη αντιπηκτικών ή αντιφλεγμονωδών φαρμάκων οδηγούν σε αλλοιωμένα χαρακτηριστικά πήξης του αίματος και σε μεγαλύτερες απώλειες κατά την έμμηνο ρύση» επισημαίνει ο δρ Χάρης Χηνιάδης, Γυναικολόγος Αναπαραγωγής, ιδρυτικό μέλος και στέλεχος της ΥΓΕΙΑ IVF Εμβρυογένεσις, Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Νοσοκομείου Μητέρα, συνιδρυτής του Μη Κερδοσκοπικού Σωματείου Υποβοήθησης της Αναπαραγωγής Be-Live και προσθέτει:
«Η κλινική εξέταση και το υπερηχογράφημα μήτρας και ωοθηκών που πάντα πρέπει να γίνονται, δίνουν πάρα πολύ σημαντικές πληροφορίες. Ειδικότερα με το τρισδιάστατο διακολπικό υπερηχογράφημα αναγνωρίζονται ανατομικές ανωμαλίες της μήτρας (π.χ. διαφράγματα, ινομυώματα) που ανάλογα με τη θέση τους μπορεί να ευθύνονται ακόμα και εξ’ ολοκλήρου για το πρόβλημα.
Επιπλέον μπορούμε να βρούμε ενδομήτριους πολύποδες ή υπερτροφικό ενδομήτριο.
Σημαντικό μέρος της διερεύνησης αποτελεί ο ορμονολογικός έλεγχος με τον οποίο διαπιστώνουμε τη φυσιολογική λειτουργία τόσο των ωοθηκών όσο και του θυρεοειδούς αδένα».
Αίτια και θεραπεία
«Στην περίπτωση του ενδομήτριου πολύποδα και της υπερπλασίας του ενδομητρίου η υστεροσκόπηση με συνδυασμένη πολυπεκτομή και απόξεση είναι ο χρυσός κανόνας» εξηγεί ο ειδικός. Πρόκειται για επέμβαση μετά την οποία η ασθενής πηγαίνει κατευθείαν σπίτι της.
Μια πολύ λεπτή (6 μμ) κάμερα εισάγεται στη μήτρα από τον τράχηλο (χωρίς τομή) και ο πολύποδας αναγνωρίζεται και αφαιρείται με υστεροσκοπικό ψαλίδι μέσα από την κάμερα. Αν ο πολύποδας είναι εξωτραχηλικός τότε είναι πιθανό να είναι δυνατή η αφαίρεσή του χωρίς υστεροσκόπηση.
Όταν υπάρχει υποβλεννογόνιο ινομύωμα (δηλαδή να εφάπτεται στο ενδομήτριο) ή διάφραγμα στη μήτρα, αυτό αφαιρείται πάλι υστεροσκοπικά με την χρήση loop, ακίδας ή morcelator. Στην περίπτωση κατά την οποία το ινομύωμα είναι ενδοτοιχωματικό ή μισχωτό αφαιρείται είτε λαπαροσκοπικά είτε -σπάνια πλέον- με ανοιχτή τομή κοιλιακά, ανάλογα με το μέγεθος και τη θέση του.
Όταν βέβαια τα ινομυώματα είναι πολλά ή και μεγάλα και η γυναίκα έχει ήδη παιδιά ή έχει μπει στην εμμηνόπαυση το πιο πιθανό είναι να γίνει υστερεκτομή, δηλαδή αφαίρεση της μήτρας, πάλι κατά τεκμήριο λαπαροσκοπικά.
Στην περίπτωση φυσικά όπου το αίτιο της αυξημένης αιμορραγίας είναι ορμονικό ή φαρμακευτικό, η θεραπεία είναι η χορήγηση ορμονικών συμπληρωμάτων ή αντίστοιχα η χρήση φαρμάκων όπου αυτά επιτρέπονται».
Τι γίνεται όμως όταν δεν βρίσκουμε καμιά αιτία για την αυξημένη ροή αίματος;
«Οι επιλογές και εδώ είναι αρκετές» τονίζει ο κ. Χηνιάδης: «Σε πρώτη φάση χορηγούνται χάπια τα οποία μειώνουν την παραγωγή του αίματος στο ενδομήτριο. Η συνδυασμένη αυτή θεραπεία έχει αποτέλεσμα μέχρι και στο 70% των ασθενών. Στα σκευάσματα αυτά προστίθενται συνήθως και τα αντισυλληπτικά χάπια.
Επιπλέον μπορεί να τοποθετηθεί ενδομήτριο σπείραμα (σπιράλ) το οποίο περιέχει ορμόνη που περιορίζει την αύξηση του ενδομητρίου και κατά συνέπεια τη ροή του αίματος.
Τέλος υπάρχουν επεμβατικές μέθοδοι που καταστρέφουν το ενδομήτριο αφαιρώντας του έτσι την δυνατότητα να αναδημιουργηθεί και να προκαλέσει αιμορραγία. Οι μέθοδοι αυτές είναι απλές και ασφαλείς, γίνονται με σύντομη νάρκωση και η ασθενής επιστρέφει σπίτι της την ίδια ημέρα.
Συγκεκριμένα για την καταστροφή του ενδομητρίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπέρηχοι, διαθερμία και “μπαλονάκι” με ζεστό νερό. Και οι τρεις αυτές μέθοδοι είναι αρκετά αποτελεσματικές (περίπου 80% επιτυχία), αλλά πρέπει να εφαρμόζονται μόνο σε γυναίκες στις οποίες έχει αποκλειστεί η πιθανότητα κακοήθειας και επίσης δεν ενδιαφέρονται να τεκνοποιήσουν.
Βλέπουμε λοιπόν, πώς η θεραπεία της αυξημένης ροής αίματος ποικίλλει ανάλογα με το αίτιο του προβλήματος, αλλά και πως σε κάθε περίπτωση οι επιλογές που έχουμε είναι αρκετές ώστε να εφαρμόζουμε τη βέλτιστη, κάθε φορά, ανάλογα με την ασθενή» καταλήγει ο κ. Χηνιάδης.