Νικόλαος Π. Κοτσιφόπουλος, MD Χειρουργός Μαστού, συνεργάτης Ομίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ.
Η φροντίδα των μαστών ξεκινά από την ίδια τη γυναίκα η οποία πρέπει να γνωρίζει το στήθος της και τις αλλαγές του στη διάρκεια του κύκλου και με την πάροδο του χρόνου. Έτσι μπορεί πιο εύκολα να αναγνωρίσει κάθε «μη φυσιολογική» αλλαγή και κάθε σύμπτωμα που χρειάζεται ιατρική διερεύνηση.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Αυτοεξέταση και ιστορικό
Όλες οι γυναίκες πρέπει να γνωρίζουν πως είναι φυσιολογικά το στήθος τους και να αυτοελέγχονται τακτικά. Ο γυναικολόγος ή ο χειρουργός μαστού μπορεί να δώσει οδηγίες για τη σωστή αυτοεξέταση των μαστών.
Το μέγεθος και το σχήμα του στήθους είναι χαρακτηριστικά που δεν διαφέρουν μόνο από γυναίκα σε γυναίκα αλλά και από στήθος σε στήθος στην ίδια γυναίκα!
Έτσι, δεν θα πρέπει να μας ανησυχεί αν το ένα στήθος είναι ελαφρώς μεγαλύτερο από το άλλο, αν υπάρχει τριχοφυΐα γύρω από τις θηλές ή αν το στήθος πονάει ή είναι πιο ευαίσθητο πριν ή και κατά τη διάρκεια της περιόδου.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ωστόσο, αν παρατηρηθούν συμπτώματα όπως: κάποιο ψηλαφητό εξόγκωμα, ξαφνική και σημαντική αλλαγή μεγέθους στον ένα μαστό, οίδημα στο στήθος και τη γύρω περιοχή, έκκριση υγρού ή αίματος από την θηλή, πόνος ερεθισμός ή συστροφή της θηλής προς τα μέσα, θα πρέπει να αναζητηθεί άμεσα ιατρική συμβουλή.
Τέτοια συμπτώματα δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκη κάτι κακό, είναι όμως απαραίτητο να ελεγχθούν ώστε να αντιμετωπιστεί έγκαιρα η όποια αιτία τους.
Πολύ σημαντικό για την υγεία των μαστών είναι το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό. Συνήθειες όπως το κάπνισμα, η υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ και η απρόσεκτη διατροφή έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παθήσεων του μαστού, μεταξύ των οποίων και ο καρκίνος.
Επιπλέον, παράγοντες όπως η ηλικία έναρξης της περιόδου, η απόκτηση παιδιών, ο θηλασμός, η μακροχρόνια χορήγηση ορισμένων θεραπειών μπορεί να επηρεάσουν την υγεία του στήθους.
Τυχόν περιπτώσεις καρκίνου του μαστού στην οικογένεια – κυρίως στους πρώτου βαθμού συγγενείς – πιθανόν να σχετίζονται με γενετική προδιάθεση και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.
Μοιραστείτε αυτές τις πληροφορίες με το γιατρό σας ο οποίος στη συνέχεια θα μπορεί να καθορίσει ένα εξατομικευμένο πλάνο προληπτικού ελέγχου για την υγεία του στήθους σας.
Κλινική εξέταση
Ανά τακτά διαστήματα, καλό είναι να γίνεται κλινική εξέταση του στήθους από ειδικό μαστολόγο / χειρουργό μαστού.
Μεταξύ των ηλικιών 29 και 39, οι γυναίκες θα πρέπει να εξετάζονται κάθε 1 έως 3 χρόνια.
Μετά την ηλικία των 40, οι γυναίκες πρέπει να υποβάλλονται σε εξέταση μαστού από γιατρό κάθε χρόνο.
Προληπτικές εξετάσεις
Η κλινική εξέταση από μόνη της δεν είναι βέβαια αρκετή για τη διατήρηση της υγείας του στήθους. Είναι πολύ σημαντικό για όλες τις γυναίκες να κάνουν τις απαραίτητες και σωτήριες προληπτικές εξετάσεις.
Η μαστογραφία είναι μια απεικονιστική εξέταση χαμηλής ακτινοβολίας και αποτελεί την κλασική προληπτική εξέταση κατά του καρκίνου του μαστού. Ανιχνεύει συμπαγείς και κυστικές βλάβες καθώς και περιοχές με ύποπτες μικροαποτιτανώσεις.
Σύμφωνα με τις σύγχρονες οδηγίες, οι υγιείς και ασυμπτωματικές γυναίκες θα πρέπει να κάνουν τον πρώτο μαστογραφικό έλεγχο στα 35 (τη λεγόμενη μαστογραφία αναφοράς). Η μαστογραφία θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε δύο χρόνια μετά την ηλικία των 40 ετών και κάθε χρόνο μετά την ηλικία των 50 ετών εκτός εάν έχουν επιβαρυμμένο κληρονομικό ή ατομικό ιστορικό που πρέπει να γίνεται κάθε χρόνο.
Για τις γυναίκες εκείνες που έχουν επιβεβαιωμένη μετάλλαξη στα γονίδια BRCA1 και BRCA2, τα οποία συνδέονται με τον καρκίνο του μαστού, συστήνεται ετήσια μαστογραφία από τα 30.
Το υπερηχογράφημα μαστών έχει μηδενική ακτινοβολία και μπορεί να γίνει σε όλες τις ηλικίες, ακόμη και στην εφηβεία.
Εντοπίζει συμπαγείς και κυστικές βλάβες στους μαστούς, χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των όγκων, τον έλεγχο της αιμάτωσής τους καθώς και για τη διενέργεια βιοψίας.
Το υπερηχογράφημα μαστών συνίσταται σε νεαρές γυναίκες κάτω των 35 ετών, εφόσον παρουσιάσουν κάποιο σύμπτωμα ή εφόσον εντοπίσουν κάτι ύποπτο με την ψηλάφηση.
Το υπερηχογράφημα μπορεί να γίνεται στον ετήσιο έλεγχο συμπληρωματικά προς τη μαστογραφία, για να καλυφθούν βλάβες που τυχόν δεν εντοπίζεται μόνο με τη μια εξέταση.