Κάθε χρόνο περισσότεροι από 23 εκατ. άνθρωποι στην Ευρώπη παθαίνουν τροφική δηλητηρίαση.
Οι πιο συχνές αιτίες της τροφικής δηλητηρίασης είναι ιοί και βακτήρια, αλλά μπορεί να οφείλονται και σε παράσιτα ή ακόμα και σε τοξίνες.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Την περίοδο πριν το Πάσχα, για όσους νηστεύουν αλλά και γι’ αυτούς που δεν θα τηρήσουν ευλαβικά τη νηστεία, αυξάνεται σημαντικά η κατανάλωση θαλασσινών. Για όλους όμως ισχύει ότι πρέπει να είναι προσεκτικοί με το τι καταναλώνουν, που το καταναλώνουν και πόσο φρέσκο είναι.
Τα ψάρια και τα θαλασσινά αποτελούν μία συνηθισμένη πηγή τροφικών δηλητηριάσεων, αναφέρει η Ειδική Παθολόγος δρ Χρυσούλα Λιάκου, MD, PhD.
«Τα φρέσκα ψάρια που δεν φυλάσσονται σε σωστή θερμοκρασία έχουν υψηλό κίνδυνο να χαλάσουν και να παρουσιάσουν συσσώρευση ισταμίνης. Η ισταμίνη των ψαριών (ή σκομβοροτοξίνη) είναι μία τοξική ουσία, την οποία παράγουν τα βακτήρια που περιέχουν», εξηγεί. «Η ουσία δεν καταστρέφεται με το μαγείρεμα του ψαριού και η συνέπεια μπορεί να είναι ένα είδος τροφικής δηλητηρίασης που λέγεται σκομβροειδής δηλητηρίαση».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η σκομβροειδής δηλητηρίαση μπορεί να προκληθεί και από τα ψάρια σε κονσέρβα ή τα καπνιστά ψάρια που δεν υφίστανται τη σωστή επεξεργασία. Έχει παρατηρηθεί με πολλά είδη ψαριών, όπως τόνος, σκουμπρί, σαρδέλες, γαύρο κ.λπ.
Είναι επίσης πιθανό να μην προσβάλλει ένα, αλλά πολλά άτομα ταυτοχρόνως που μοιράζονται τα μολυσμένα ψάρια.
Η δηλητηρίαση αυτή προκαλεί πολλά συμπτώματα, τα οποία συνήθως αρχίζουν 10-90 λεπτά μετά την κατανάλωση του μολυσμένου ψαριού. Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνεται κοκκίνισμα του προσώπου, δερματικό εξάνθημα (κνίδωση), αίσθημα καύσου (κάψιμο) στο στόμα και τον λαιμό, αίσθημα παλμών («φτερουγίσματα» της καρδιάς), ίλιγγος, ναυτία, έμετος, διάρροια, πόνος στην κοιλιά κ.ά.
Το εξάνθημα συνήθως διαρκεί 2-5 ώρες, ενώ τα υπόλοιπα συμπτώματα υποχωρούν εντός 36 ωρών. Έχουν όμως περιγραφεί και πιο σοβαρά συμπτώματα, όπως βρογχόσπασμος και αναπνευστική δυσχέρεια, επισημαίνει η δρ Λιάκου.
Ειδικά μετά την κατανάλωση ψαριών από την Καραϊβική και τον Ειρηνικό έχουν αναφερθεί δηλητηριάσεις από μία ουσία που λέγεται σιγουατοξίνη (ciguatoxin). Η τοξίνη αυτή ανευρίσκεται κυρίως στα ψάρια των ζεστών, τροπικών υδάτων.
Υπολογίζεται ότι ετησίως παθαίνουν δηλητηρίαση από αυτήν 10.000-50.000 άνθρωποι που ζουν ή επισκέπτονται τροπικές περιοχές. Ωστόσο ο αριθμός αυτός πιστεύεται πως αποτελεί μόνο το 2-10% των αληθινών περιστατικών.
Όπως συμβαίνει με την ισταμίνη των ψαριών (ή σκομβοροτοξίνη), έτσι και η σιγουατοξίνη δεν καταστρέφεται με το μαγείρεμα. Έτσι, η τοξίνη μπορεί να υπάρχει και στο καλά μαγειρεμένο ψάρι. Στα πιθανά συμπτώματά της συμπεριλαμβάνονται γαστρεντερικές εκδηλώσεις (διάρροια, ναυτία, έμετος, πόνος στην κοιλιά), καρδιαγγειακές διαταραχές (π.χ. αρρυθμία, υπέρταση, βραδυκαρδία) και ποικίλα νευρολογικά προβλήματα (π.χ. παραισθησία των άκρων, πόνοι στους μυς και τις αρθρώσεις, πονοκέφαλος, αδυναμία κ.λπ.).
Τα θαλασσινά, όπως τα μύδια, τα στρείδια, τα χτένια, οι γαρίδες και τα καβούρια, επίσης μπορεί να προκαλέσουν τροφική δηλητηρίαση. Αυτή μπορεί να προκληθεί αν είναι μολυσμένα από βακτήρια ή, πιο συχνά, ιούς. Ενδέχεται επίσης να είναι μολυσμένα από τοξίνες που παράγουν τα φύκια, τα οποία αποτελούν την τροφή τους.
Οι τοξίνες από τα φύκια μπορεί να συσσωρευθούν στη σάρκα των οστρακόδερμων, προκαλώντας δηλητηρίαση στους ανθρώπους. Οι τροφικές δηλητηριάσεις από τις τοξίνες των οστρακόδερμων μπορεί να είναι διαφόρων ειδών, π.χ. παραλυτικού, διαρροϊκού ή νευροτοξικού τύπου, αναφέρει η δρ Λιάκου.
Κάθε μία από αυτές έχει τα δικά της, χαρακτηριστικά συμπτώματα. Παρότι, όμως, αυτές ακούγονται πολύ ανησυχητικές, συνήθως υποχωρούν γρήγορα και σπανίως γίνονται επικίνδυνες.
Αντίστοιχα, οι τροφικές δηλητηριάσεις από τους ιούς και τα βακτήρια των οστρακόδερμων συχνά είναι πιο ήπιες και εκδηλώνονται κυρίως με γαστρεντερικά συμπτώματα (ναυτία, έμετο, διάρροια, πόνο και κράμπες στην κοιλιά). Τα συμπτώματά συνήθως αρχίζουν μέσα σε 4-48 ώρες από την κατανάλωση του μολυσμένου οστρακόδερμου.
Όταν ο ασθενής έχει αίμα στα κόπρανά του και πυρετό, είναι πιθανό να έχει τροφική δηλητηρίαση από βακτήριο των οστρακόδερμων.
Σε κάθε περίπτωση «αν ο ασθενής δεν μπορεί να πιει υγρά, έχει πυρετό ή αίμα στα κόπρανά του, ή αναπτύξει άλλο ανησυχητικό σύμπτωμα, πρέπει αμέσως να συμβουλευθεί γιατρό», τονίζει η δρ Λιάκου. Ιδιαίτερη προσοχή, εξάλλου, χρειάζονται τα μικρά παιδιά και οι ηλικιωμένοι, γιατί αφυδατώνονται εύκολα από τους εμέτους και τις διάρροιες.
Η θεραπεία για τις τροφικές δηλητηριάσεις από ψάρια και οστρακόδερμα εξαρτάται από την αιτία και τα συμπτώματα. Συνήθως εμπεριέχει επαρκή πρόσληψη υγρών και αποφυγή χρήσης των περισσότερων αντιεμετικών και αντιδιαρροϊκών φαρμάκων, διότι εμποδίζουν την αποβολή του υπαίτιου παθογόνου ή τοξίνης από τον οργανισμό και έτσι παρατείνουν τη λοίμωξη.
Εάν ο ασθενής δεν μπορεί να αναπληρώσει τα υγρά που χάνει με τον έμετο και τη διάρροια, μπορεί να χρειασθεί νοσηλεία στο νοσοκομείο για να του χορηγηθούν ενδοφλεβίως και να μην αφυδατωθεί.
«Οι τροφικές δηλητηριάσεις από ψάρια και θαλασσινά μερικές φορές μπορεί να είναι σοβαρές. Επομένως, συνιστάται να τηρούνται οι οδηγίες ασφαλείας (όπως αυτές που εκδίδει ο ΕΦΕΤ) για την προμήθεια αυτών των τροφίμων και αν είναι δυνατό να προτιμώνται τα προϊόντα της χώρας μας, που δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα υδραργύρου ή άλλων βαρέων μετάλλων όπως άλλες χώρες», συνιστά η δρ Λιάκου.
«Είναι επίσης σημαντικό να διατηρούμε τα ψάρια και τα θαλασσινά μόνο για μία ημέρα στο ψυγείο. Μετά χρειάζονται κατάψυξη. Και, βεβαίως, πρέπει να τα μαγειρεύουμε καλά. Τα οστρακόδερμα θα είναι έτοιμα όταν θα ανοίξει το κέλυφός τους. Αν δεν ανοίξει, δεν πρέπει να καταναλωθούν».